Αφοί Κατσιβήχα
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Έχω εδώ απέναντι φάτσα κάρτα ένα γειτονάκι, για Γερμανό τονε κόβω να
πούμε, ξανθομπάμπουρας και ολίγον τι χλεμπονιάρης, ως είθισται τοις
Υπερβορείοις, εν αντιθέσει με εμάς τους Νότιοι και τα λοιπά. Έχω ένα
γειτονάκι, που λες, που βγαίνει στο μπαλκονάκι του και φουμάρει. Ομοίως
κι εγώ στο δικό μου μπαϊράκι. Όθεν, συμβαίνει συχνά πυκνά σε ημερησία
βάση να δίνουμε- αμφότεροι- ρεσιτάλ τσιγαρόβηχα, είτε κατά μόνας είτε
ντουετάκι, στο αμφιθέατρο που σχηματίζουν οι ακάλυπτοι των
πολυκατοικιώνε. Και τώρα με τον κορονιό θα βγει κανας φρικαρισμένος απόγονος του Μένγκελε και θα μας καθαρίσει, για να ξεβρωμίσει ο τόπος ασούμ. Υπό νορμάλ συνθήκες υπάρχει τόση ησυχία στη γειτονιά,
ώστε μια κλανιά ή ένα αθώο ρεψιματάκι ξεσχίζει ωσάν κεραυνός αυτή τη
νεκρική τουμπέκα, αναστατώνοντας ενίοτε κοτσύφχια, τσικλητάρες,
καρακάξες και σκιουράκια, που φειδιάζουν ανέμελα στα δέντρα του κήπου ή
τίποτα θείτσες που ποτίζουν ευλαβώς τα λέλουδα.

Προ ολίγου, να ούμ, βγαίνω στο μπαλκόνι να κάνω ένα τσιγαράκι, να πχιώ καφέ και να φύγω σούμπιτος για το μέρος [κατά τες καθημερνές μου έξεις και ξερός] και ήταν κι εκείνος στο πόστο του, αναμαλλιασμένος, με καφέ, σιγαρέττο και κινητό. "Γκούχου γκούχου" αυτός, "γκούχου γκούχου" εγώ και δώστου ξαναμανά η κορδέλα να πετάει πριονίδγια και να μην ξεκολλάνε τα φλέμματα απ' τα σακατεμένα μισοπλέμονα γαμώ το σπίτι μου και βάλτου διπλό διαφορικό γιατί ανήφορος και πέντε τόνοι στο καθαρό κι έχει γονατίσει το φορτηγό, του 77 μοντέλο, και πάλε "γκούχου γκούχου", "αχ βαχ", "γαμώ το σπίτι μου πρωί πρωί" σε ακατάληπτες γλώσσες, πάντα με μία- βάσιμη- υποψία για σβουριχτό πριτς, συγκεκαλυμμένο μες στον όλεθρο του βρυχηθμού. Ημουν έτοιμος να του πω στα γερμανικά " Du, Mensch, hallo, die Zigarette hat uns gegessen", ελληνιστί "δικέ μου, μισοπλέμονε, μας έχει φάει το γαμωτσίγαρο, μαθές" αλλά με πήγε ασκαρδαμυχτί αίμα κι άμμος και ούτω πώς λάκισα αζβέλτα, πλην όμως διακριτικά, για χεσμεντέν με την κίνηση που κάνει ο Οβραίος, ο βύζο λα βύζο λα βύζο στο πανί του Καραγκιόζη. Ίσα που πρόλαβα, μαντάμ...
Με αγάπη, Αγλέορας