Άγια Θεοφάνεια
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Η ζωή μας θα να τανε απείρως πιο εύμορφη, λέγω, εάν μποθέσωμεν στον σημερινό εορτασμό των Θεοφανείων επετρέπετο νομίμως ο τζόγος και με βυζαντινό βουλοκέρι μάλιστα. Φερειπείν, να ξυπνήσω σε χωριό με ογδομήντα μόνιμους κατοίκοι Δομοκού, να πάρω τη φραπεδούμπα μου κι ένα μπακέτο τσιγάρα ανά χείρας, με το ακριανό δάχτυλο να προεξέχει, δίκην πτερυγίου κι αφού πρωτίστως έχω βαρέσει δυο τρεις παχιές για να πάρει μπρος το σαράβαλο, να ροβολήσω με το Ντατσούν στην Σαπέρα Τραχανοπλαγιά, μισό μπάφο δρόμο, μαντάμ, όπου ο καλικαντζαρόπαπας αμολάει σταυρό σε μια στέρνα με μούσκλια, βρύα και λειχήνες. Και με μοναδικούς διαγωνιζόμενους τον Ασημάκη τον Χασαπόσκυλο και τον Σταυρή τον Τόμπολα. 1,30 ο πρώτος και 3,10 ο δεύτερος, γιατ' είν' πετσί και κόκκαλο και παραμέσα φλέβα και θα τονε ποδοπατήσει ο άλλος ο οδοστρωτήρ με το πρώτο πλατάγισμα ασούμ. Δεν είναι χαζοί οι μπουκ ,δικέ μου...

Και σε ρωτάω, ρε μάστορα: Δεν είναι αμαρτία να αφήκεις το 3,10 να πάει χαμένο, χρονιάρες μέρες; Ποιος Χασαπόσκυλος, τώρα; Σούξου μούξου με κάτι ταγαρόβλαχους, ψήνεις στη ζούλα το σκηνικό. Τους λες: "τόσα". Σου απαντάνε: "Όχι τόσα. Τόσα". Τους λες: "τσιμπάτε ένα αρχίδι" και σκαρφαλώνεις ωσάν αίλουρος σε αψηλό πλατάνι για να πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου, έχοντας προ ολίγου ρίξει το σπίτι σου στο αουτσάιντερ. Το λοιπόν, την ώρα που ο καλικάντζαρος αμολάει το κατσαρόλι στη στέρνα, ζέχνοντας σκόρδο και παστουρμά, βαράς το πετσοκομμένο φαβορί με ένα μανταλίδι στο δόξα πατρί κι αντίο ζωή με το Λαυρέντη Διανέλο και τον Βασιλάκη τον Σκορδοκαΐλα σε σινεμασκόπ ασούμ. Κατολίσθησις, είπανε οι βλάχοι. Τσιμπάει το λιμό τον σταυρό, πλερώνεσαι επί τρία τα φταλέ σου και το βράδυ ασιμώνεις όλες τις πουτάνες του νομού Καρδίτσης άδοντας κόκκαλο " αλληλούια, αλληλούια, δεν τα κόβει η ταναπού τα χούγια", πίνεις και σνιφάρεις μέρχι και τον ασβέστη απ' τα φρεσκοασβεστωμένα πεζοδρόμια και κακήν κακώς βρίσκεσαι στο κονάκι σου υπό απροσδιορίστους συνθήκας.
Ξυπνάς με ένα απύθμενο κενό μνήμης, ένα κεφάλι σαν αμόνι και στομάχι σαν το μουνί της λάσπης, ανάμεσα σε ξερατά, χλεμπόνες και κέρματα. Χτυπάς μια φραπεδούμπα, δυο τρεις πρωινές δίκην μανιβέλας και ροβολάς τον κατήφορο για να τραπεζωθείς εκ περιτροπής στους Γιαννάδες του χωριού. Κοψίδια, ξύδια, σκόνες και χορτάρια. Γιατί στην επαρχία περνάμε ζωή και κότα, κορόιδα γκάγκαροι...
--- Κι τ' χρόν' ναούμ...
--- ' στώ, ναούμ. Κι στα θ'κά σ' ...
Με αγάπη, Αγλέορας