Αόμματοοοοοοςςς
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Σε
τούτη δα τη ζήση την αόμματη ξερωγώ, καθότι τα πάντα γρι και πρέπει ο πάσα
εις να οσμίζεται με το δίκαννο -δίκην ρινός-και εν ευθέτω, ειδαλλιώς
βράσε όρυζα κι ας είν και μπαρμπά Μπέν να ούμ, σε τούτη δα τη ζήση,
λέγω, κάποιος από το σκηνοθετικό τιμ μας κάνει πλάκα, δερβίσηδες. Μας κάνει χοντρή
πλάκα, σαν την μπετόν αρμέ κόρα παραπροχθεσινής σπανακόπιτας σε
παρακμιακό μπουγατσάδικο της Σαλονίκης, πριν το χάραμα μονάχος, εντελώς χώμα απ' τα
ξύγια και τα παρελκόμενα και, εννοείται, με δίχως γκόμενα.
Να στο κάνω κομπολογάκι να την πάρεις γραμμούλα τώρα. Όχι χιόνι, βλάμη μου. Λάου λάου, που μου είσαι κι ανυπόμονο. Το λοιπόν, όστις άστεγος, λιμπίζεται ένα δωματιάκι να αράξει το ταλαιπωρημένο του σαρκίο. Και βρίθει ευγνωμοσύνης επί τούτω, γνωρίζοντας επαρκώς τι πα να πει να κοιμάσαι στα δρόμια.
Όστις,δε,ένοικος γκαρσονιέρας, 'νειρεύεται ένα
διαράκι και με μπανιέρα- ει δυνατόν.
Όστις εσταυλισμένος σε διαράκι, φαντασιώνεται και τρία και τέσσερα και πέντε δωμά κι άμα λάχει δίχως πολλούς νομά γιατί εννιά στες δέκα ζέχνει ποδαρίλας και οξεία αμασχαλίτιδα.
Όστις ξηγιέται μονοκατοικία με αυλή, πάρκινγκ και κάνα δγυό γαμημένες σαμπρέλες με μια τριχιά στη λεμονιά -ντεμέκ κούνια μπέλα, χέστηκε η κοπέλα- για να ξεγκαυλώνουν τα πιτσιρίκια και να μην του πρήζουν τα ούμπαλα, ούτος μακάριος ρε μάνγκα, όστις όμως εν τω άμα λιγουρεύεται- ο βλακαμάς- πολυκατοικίες με ρετιρέ από' χει και αρκουδίσιο για να τη βγάλει καθαρή το καλοκαίρι και με το κυάλι να παίρνει μάτι αετίσιο τις σακαφχιόρες της γειτονιάς την ώρα που απλώνουνε τη μπουγάδα και τα λοιπά.

Όστις -ναούμε-
πολυκατοικιούχος και κονομημένος μέρχις κωλοτρυπίδα, τηνε ψάχνει στο
σένιο για κάνα χοτέλ, πάρις χίλτον και βάλε, έστω πάρις κασιδόκωστας
βρε αδερφέ. Το κοκορέτσι πεντακάθαρο, τα συνθετικά στο πολύ καθάριο κι αυτά και το μπλοκάκι επιταγώνε αχνιστό στην κωλοτσέπα.
Κι όποιος από κει και πάνω, δικέ μου, είναι να τονε κλαίνε αι ρένγκαι, γιατίς, μη βρίσκοντας κάτι να ποθεί διακαώς, πλήττει θανάσιμα, αναλίσκοντας όλη τη φαιά του ουσία σε αυτοχτονικές σκέψεις, αναπολών εν τω άμα τον καιρό εκείνο που, φοιτητής ακόμα ων, αμύστακος πλην όμως ψωλαράς, μπούκαρε μέρα μεσημέρι στα φαρμακεία, χωρίς συνταγή γιατρού, μπα και γίνει κάνα κυτίον υπνοστενδόν, εμφανέστατα κροκοδειλέξ δακρυόεις, ντεμέκ για την ετοιμοθάνατη προγιαγιά του, πνέουσα τα λοίσθια από ψωρίαση στο μεγάλο δάχτυλο του ζερβού ποδός μετά από σύγκρουση με το κομοδίνο. Αόμματοοοοοοςςςςς...
Με αγάπη, Αγλέορας