Διακονιάρηδες
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Απ' τα παλιά κείνα τα χρόνια των μικράτων μου, ωσάν νεφέλωμα κλανιόλας,
ενθυμούμαι τη βάβω μου, ήτις καβάντζωνε κάνα διφρανγκάκι Καραϊσκάκης, κάνα
ταλαράκι Αριστοτέλης σε τίποτα παλιά ξεγάνωτα σερβίτσα κι εγώ έκανα
κόζι, πιτσιρικάς δίαολας κι έτσι, και μια μέρα τηνε ρωτάω:
" Ρε συ γιαγιά,
γιατί καβαντζώνεις φράνγκα;"
για να μου απαντήσει " μην περάσ' κάνας διακονιάρ'ς, μανούλα μ'".
Με το πρώτο κλαζμεντέν του ακούσματος της
λέξης, ( είχε και λίγο μούσι η βάβω και με τσίτωνε) στο μυαλό μου
αναστήλωσα την άγνωστη μέρχι τότενες λέξη για μένα " διακονιάρης" ως
κάνα τέρας ανθρωπόμορφο, που θα μου ρουφήξει το μεδούλι με καλαμάκι να
ούμ, θα μου φάει τα αρχίδια τηγανισμένα με πυρηνέλαιο σε τηγανάκι για
Playmobile και με τα παιδικά μου κοκκαλάκια θα καθαρίζει τα δόντια του
απ' τη μάκα. Οι μεγάλοι, ωστόσο, με καθησύχασαν πως δεν υπάρχουν πλέον διακονάρηδοι να ούμ και μη νείσαι κορόιδο μικρέ, γιατί με τον Αντρέα
τώρα στην εξουσία και την Αλλαγή, όλοι έχουν να φάνε ψωμάκι και των
γονέωνε κι ότι η γιαγιά ξηγιέται τοιουτοτρόπως, επειδή έζησε, μαθές, σε φτώχειες,
πολέμους, εμφυλίους, καταστροφές κ έχει μάθει αλλιώς, γιατί είχανε τη
Δεξιά στα Πράματα.

Μεγάλωσα, ο λακαμάς, και αυτή η πρώτη μου η εντύπωσις στέκει διακριτικά πάντα στο ταλαιπωρημένο μου μυαλό. Μεγάλωσα, ο λακαμάς, και μεγαλώνοντας συνάντησα πολλούς διακονιάρηδες, άλλους από ανάγκη και η πουτάνα η ζωή κι άλλους από βίτσιο και εξουσιομανία, το μουνί που τους πέταε, θε μου σχώρνα τους. Μεγάλωσα, ο καψερός, και έρχονται κάτι γαμημένες ώρες που η γλώσσα καρφώνεται στον ουρανίσκο, το όμμα στο υπερπέραν κι η ψωλή φωλιάζει σαν σκαντζόχοιρας κι εύχομαι να ήμουν διακονιάρης περιπλανώμενος, μεστός εμπειριών και αιώνιος θηρευτής της Γνώσης, επαφιέμενος στην ελεημοσύνη των αγνώστων συνανθρώπων μου για να την παλεύω βιολογικά και να δύναμαι ούτω πώς να εξελιγχθώ και πνευματικά- λέμε τώρα. Χίλιες φορές διακονιάρης, πλην όμως αξιοπρεπής, παρά εκκολαπτόμενος ηλίθιος αιμοδότης του γαμημένου ετούτου ανθρωποφάγου συστήματος. Κάλλιο διακονιάρης, ακόμα κι αν οι σύγχρονοι ανθρώποι δεν βάζουν στην πάντα ένα σέντσι, μην τυχόν και περάσει κανένας και δεν έχουν να του δώκουν και ντροπιαστούνε. Δεν κατέουμε απ' αυτά στάλα, ρε γκιαούρηδοι. Γιατί είχαμε ΠΑΣΟΚ. Το μουνί που μας πέταε..
Με αγάπη, Αγλέορας