Εξάρες
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Σήμερα -κυριακάτικα -έφαα κάτι μπουγάτσες κατεψυγμένες, έζαψα και τρία οριακά ληγμένα κακάο και ούτω πώς έχω κατσικωθεί στην κάθυγρή μου λεκάνη, άρτι προ ημισείας, απ' όπου και σας εξιστορώ μια λούμπεν ρομαντζάδα του αξιόλογου συγγραφέως Μικέ Λακέρδα. Δώστε βάση ναούμ.
" --- Πού πα ρε μπουχέσα σα φάντασμα μες στη νυχτιά, αλαφροΐσκιωτα; Φέρε πίσω τα φράνγκα του μπέμπη αμέσως, που του τα' δωκε η νουνά, μη σε πάρει ο διάολας κατσικοπόδαρε, ανάθεμα την ώρα που σε γνώρισα τότενες στο λουναπάρκ. Φέρε πίσω τα φράνγκα σε ΛΕΩ..."
Η Σιμέλα, φρικωδώς εμβρόντητη που έπιασε τον Πανίκο στα πράσσα να λαχανεύει λεφτά απ' το εικονοστάσι, σαν τη μούτα, υπό το τρεμοπαίζον πορτατίφ με την Παναγία, ψιθυρίζει τρίζοντας τα τσαούλια της, όπως τριζοβολάνε οι μεντεσέδες την ώρα που πίπτει τσαπού, θηλάζουσα εν τω άμα το βρέφος, με χαμηλόφωνη παράκρουση ποντιακά άσματα του Φλωρινιώτη, γιατί, μαντάμ, ως γνωστόν "οι ρίζες πάν' απ' ούλα".

" --- Γυναίκα, για σένανε και το μπέμπη δίνω εδώ και τώρα από πλεμόνι μέρχις νεφρί, ακόμα και την ψυχή μου ολάκερη, ναούμ. Για να τη διατηρήσω, όμως, ακέραια πρέπει να τηνε ποτίζω συχνά, όπως ακριβώς κάνει η θείτσα σου με τις αγγουριές. Και καμιά βολά θέλει και λίγο αίμα, όπως κάνουν τα ξαδερφάκια σου με τις χασισιές. Γι' αυτό σε λέω, έχω ανάγκη τα φράνγκα. Κι αν θέλει η Παναγίτσα, θα τα φέρω πίσω διπλά και τρίδιπλα, γυναίκα, γαμώ το σπίτι μου, σε λέω"
...είπεν ο Πανίκος, ένας κοντόχοντρος καραφλοάνεργος ελαιοχρωματιστής πέριξ τα πεντήκοντα. Και λάκισε σαν τον νάνο που του ριξαν νέφτι στα παπάρια, η ώρα 2 μετά τα μεσάνυχτα. Καβάλησε το κωλοπετσωμένο στρογγυλοφάναρο με την τρούπχια την εξάτμιση κι εγένεν μπουχός, αφήνοντας τη Σιμέλα κάγκελο, με το βυζί στάζον απ' όξω απ' το κομπινεζόν και το αδηφάγο μωρό να οδύρεται σαν κομπρεσέρι, ντάλα καρακαντήλα στην επαρχιακή οδό Λεβαδέων- Δαυλείας, εκεί που προ αμνημονεύτων ο τραγικός Οιδίπους σκότωσε εν αγνοία του τον γέρο του, ρε παιδί μου.
Έφυγεν, εντούτοις, εμβριθής αυτοπεποίθησης. Απόψε τα κονομάει χοντρά και βουλώνει τρούπες και στόματα. Αριβάρει σούμπιτος και στο δεκάλεπτο ξεπεζεύει Αρδηττού ' ξηντατέσσερο βου, υπόγα. Κατεβαίνει αλέγκρο τα σκαλιά α λα Τζων Τραβόλτα, χαιρετάει κύριος " γειαχαραντάν, μόρτες. Ήρθε ο μπαμπάς σας" για να του απαντήσουν " βρε καλώς την θρίξ απ' το ζερβό μας το παπάρι. Κάτσε να σε μαδήσουμε, μαθές" και αφού πέφτουν κάτι ντουμάνια και χιόνια στο καμπαναριό, κατσικώνεται μεγαλοπρεπώς γύρω από μια κουρελού μαζί με άλλους τέσσερους περίεργους κι αρχινάνε το μπαρμπουτάκι.

Μπήκε φουριόζος με το πενηντάρι όλα ή τίποτα, του' σκασαν εξάρες, πέντ έξ, ήρθαν και των αλλωνώνε κάτι ντόρτια και κάτι λιμά, δώστου πάλε αλεύρια και παλιόξυδα, τα φτακε εξακκό το αλάνι. Δώστου στο καπάκι αμπαλαέα και γιούργια και τα κανε χίλια διακό ο μόρτης. Σώφρων, πλέον, ευγνωμονών την Τύχη για το ρεγάλο, ανακοινώνει στεντόρεια:
"--- Μάγκες, λος πούλος παραμάσχαλος", αποχωρών με γιομάτη τσέπα αφενός και χριστοπαναγίες εις την αιτωλοακαρνανικήν να αχνοσβήνουν στα νώτα του αφετέρου, δίκην fade out. Καβαλάει το σαράβαλο και ξεχύνεται αλαλάζων, εμφανώς δικαιωμένος. Τώρα η Σιμέλα θα κάνει τουμπέκα, θα πλερωθεί το δάνειο, θα φάει ο μπέμπης και θα βαστήξει καβάντζα ένα εκατονπενηντάρι για να πάει να τους ξαναμαδήσει, ο τάλας κι ο δύσμοιρος. Αλλά η πουτάνα η στιγμή τον έφερε από ένα δρομάκι με χυμένα λάδια, μπήκε πατημένος στη στροφή και βγήκε καροτσάκι πάνω σε κάτι διαφημιστικες πινακίδες από online casino.
Μια υπερήλιξ μαντάμ, που' βγαλε βόλτα το κοκόνι της για σιμοχέ, διερχομένη όλως τυχαίως σπεύδει στο σημείο, βλέπει τον Πανίκο μπρούμυτα χαλκομανία, με την παχιά πορτοφόλα προεξέχουσα προκλητικώς της κωλοτσέπας, τη λαχανεύει αλαφροΐσκιωτα και πουλεύει σαν τη μούτα μες στα μαύρα τα σκοτάδια, σαν το νάνο που του' ριξαν νέφτι στα παπάρια.

Στο πεντάλεπτο, ένα διερχόμενο αμάξι με κάτι πουτάνες που επέστρεφαν από νυχτοκάματο με σημαίνοντα προσώπατα, σταματά και καλούν τας πρώτας βοηθείας, να ναι καλά τα κορίτσα. Το ασθενοφόρο έφτασε σε πενήντα λεπτά, καίτοι 5 τα χαράματα, χωρίς υποψία κίνησης στις δρόμοι, κατά τα ειωθότα. Δε γαμείς; Στην Ελλάδα είσαι.
Ο Πανίκος έζησε εν τέλει. Σε ένα εξάμηνο εξήλθε τροχήλατος των νοσοκομείων.
" Πέντε σπασμένα πλευρά, κάταγμα ζυγωματικού και αμνησία" γνωμάτευσε ο δόχτωρ Καραμαούνογλους.
Τώρα πια, στο προσωρινό του αναπηρικό αμαξίδιο, ατενίζει έκθαμβος τον ακάλυπτο στο λερό σύμπλεγμα πολυκατοικιών στα Σεπόλια, όπου μένει, την ώρα που η κυρά του τονε ταΐζει σουπίτσα βελουτέ, χωρίς να θυμάται ούτε Σιμέλα, ούτε μπέμπη, ούτε πως κέρδεψε τρία μηνιάτικα εκείνο το γαμήδι το βράδυ στο παράνομο μπαρμπούτι. Μόνο πού και πού φωνάζει ένα βραχνό στιγμιαίο " εξάρες γαμώ το σπίτι μου" για να εισπράξει ένα στεντόρειο με σλάβικη προφορά " σκάσει μαλάκα, άντε γκαμήσο" κάπου μεταξύ έκτου κι εβδόμου ορόφου της απέναντι πολυκατοικίας κάπου στα γαμημένα τα Σεπόλια, την πατρίδα των Αντετοκούbros...
Με αγάπη, Αγλέορας