
Φόλα
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Ενθυμούμαι, πριν κάνα χρόνο και βάλε, όταν όλα παγαίνανε φυσέκι στην καθημερινότητα ακόμα, κάτι μεταμεσονύχτιες ώρες που γυρνούσα στο κονάκι μου με τις βαυαρέζικες βοϊδάμαξες και απ' την οχλαγωγία που επικρατούσε ένιωθα έντονη την ανάγκη να βγάλω τη ζωστήρα και να μετρήσω τα παΐδια σε ούλα εκείνα τα χάπατα, που με τρεις μπύρες είχαν ξεφύγει και αλυχτούσαν κλασμένα πατώκορφα, πρήζοντας ούμπαλα και ωοθήκας στους ανυποψίαστους τελεμένους επιβάτας ναούμ. Αλλά, πάλε, σκεφτόμουν πως χωρίς ζωστήρα συνέτρεχε άμεσος κίντυνος να μου πέσει η πανταλόνα στο γόνα ή στον αστράγαλο και θα γελούσαν μέρχι κι οι μεντεσέδες απ' τις πόρτες ασούμ, οπότε άλλαζα άρδην σκέψεις, άλλοτε φαντασιωνόμενος θάλασσες και τόπλες ηλιοκαμμένες αιθέριες υπάρξεις να παίζουν ρακέτες ζμπαραλία κι άλλοτε μια τετράδα για το στοίχημα...
Ένα απέραντο φρενοκομείο, πλέον, η κοινωνία μας, μαντάμ. Ο καθείς της ψωλής του τον χαβά κι ούλοι αντάμα τροχάνε τις μαχαίρες για να αλληλοσπαραχτούνε. Κανείς, ωστόσο, δεν τα βάνει με κεινούς που πρέπει, λόγω έλλειψης κακάλων προφανώς. Για ούλα φταίνε οι ξένοι, οι έτσι, οι αλλιώς, οι τάδε, οι δείνα. Κι έτσι όπως προχωράει ακάθεκτος ο εκφασισμός, δικέ μου, ακόμα κι από άτομα που τον έκοβες μέρχι πρότινος σύριζα πως δεν θα ακούσεις το παραμικρό ρατσιστικό παραλήρημα, σε λίγο βλέπω να μην αφήνουν ούτε τα χελιδόνια να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα, γιατί είναι μουσουλμανικά, εφόσον έρχονται από ανάλογες χώρες. Φτύστε τα μπούτια σας ρε στυλιάρια όρθια ναούμ.
Φόλα στους μουσκαρομούσκαρους στις βοϊδάμαξες, βλάμη μου, που πιάνουν τις απόξω απόξω θεσούλες, με αποτέλεσμα να μένουν οι από μέσα κενές κι ο κοσμάκης να ξεροσταλιάζει στο όρθιο, λες και είναι τιμωρία στη γωνία απ' τον δέσκαλον επειδής συνελήφτη να τρώει πασατέμπο εν ώρα μαθήματος φερειπείν. Ρε σεις κωθώνια, κάντε μισό κώλο παραμέσα να κάτσει και κάνας συνάνθρωπας ναούμ. Ούτως ή άλλως μάσκες φορείς κι εσύ κι εγώ και το μουνί που μας πέταε ούλους αντάμα...
Με αγάπη, Αγλέορας
