Ήλιος με δόντια
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Μου'
χει πετρώσει την παπαρωμένη μου ψυχή ετούτος ο πρώιμος φθινοπωρινός
χιονιάς- ο μέρχι τώρα τζούφιος- με φυσερό κρουστάλλινο από σταλαγμίτες,
εδώ στα τραχέα αμπελοχώραφα των Ούννων, λες και κονόμησα στην τελευταία
γύρα ποδανή απ' τη Φρόουζεν ναούμ, εκείνο το ξανθούλι το σκοφρέ καρτούν
ξερωγώ, απόχει την ασθένεια του Μίδα, αλλά απ' τα Lidl, γιατί μαντάμ
Κακατσέα μου μαθές και τα λοιπά, ο έτσι ξηγιότανε χρυσάφι, ήτοι διά βίου
χλίδα άνευ ο κάματος κι ο άνχος, ενώ το κοριτσάκι το ηύρανε μικράκι και
αφελές οι λινάτσες του Χολυγούντ, τηνε πιάσαν κώτσο οι παλιοκανάγιες
και ξηγιέται πάγο, παναπεί νεράκι δικέ μου και ξυσταρχιδγιασμεγκαζμά.

Σκάω στην πλατεία εδώ παρά πέρα τίνγκα ταράτσα στούρης, ξεμαλλιάρης, με υποψία έρπη και δίχως φράνγκο στη τζέπα για να πιω έναν ξεκωλιάρη καφέ, μπας κι ανοίξει ο όμμας. Κι εκεί που σκάει ο ήλιος πίσω απ' τες τερατώδεις πολυκατοικίες-σπιρτόκουτα και κάνει "κούκου τσα!!", με κοζάρει μια μιλφάρα με κάτι βυζάρες σαν τα βαρελάκια που κουβαλάνε τα σκυλιά του Αγίου Βερνάνδου παρέκει, απούχε βγάλει τέσσερα σκυλιά για σιμοχέ, να' χω τεντώσει σαν κοπροσκούληκο και να ραχατεύω με σπατουλαρισμένο χαμόγελο στη μαχμούρική μου ταλαίπωρη μάπα.
Με ρωτάει με την τυπική γερμανική διακριτική της ευγένεια αν άλλες γκουτ και τα λοιπά. Σε άπταιστα βλαχολαζοντόιτς, αφού ανασκουμπώνομαι - να μη λένε για μας τους Έλληνες πως δεν έχομε τρόπους μαθές- της απαντώ:
" Είμαι σαν το λέλουδο, καρδούλα μω, που
φωτοσυνθέτει, για να μεγαλώσει, να το κόψει κάποιος τζέντελμαν και να το
χαρίσει σε μιαν ωραία γυναίκα, όπως εσείς φερειπείν!"
Γραμμή δεν έπιασε το χάπατο. Την επόμενη φορά θα απαντήσω εμμέτρως, όπως ακριβώς αρμόζει σε έναν απόγονο του Καβάφη, του Σουρή και του Άκη Πάνου:
"
Χαμένος στη μετάφραση και στον ζεστό σου κώλο,
νοιώθω σαν τον Κουμπλάι Χαν χωρίς το Μάρκο Πόλο..."
Με αγάπη, Αγλέορας