
Ημερήσιος Πίπος
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Καθόμαι εδωδά στο πουφ το μπαλωμένο και διαβάζω ενσταντανέ απ' τον Ημερήσιο Πίπο, που βρίθει πιπών εξ ου και η επιτηδευμένη παράφραση, αφήνοντας ανερυθρίαστα εν τω άμα κάτι κομπολογάτες να σκίζουν την μεσοβδόμαδη ραστώνη μου, καίτοι στο μπάνιο έχω υδραυλικό που ξηλώνει κάτι σωλήνες.
Συνελήφθη - διαβάζω- επ' αυτοφώρω, διεσύρθη και διεπομπέυθη στο βόθρο του ιντερνέ απ' τους σκατόψυχους ψευτοδικαστάδες εξηνταπεντάχρονος καραβοκύρης που έκαμνε ζεσπαρτού με τρεις εικοσάχρονες λούξους ιερόδουλες γάλακτος, κάπου στον πλανήτη Γη. Αν είναι δυναμόν Τυφλίδος δηλαδή, μαντάμ. Πού καταντήσαμαν! Ασφαλώς και πρόκειται για μια κατάπτυστη πράξη, που δεν συνάδει με την ηλικία ούτε του επιβήτορος, αλλά ούτε και των ιερόδουλων, αι οποίαι, αντί να βγάζουν μεροκάματο με τις μαλαπέρδες του καθεμνιανού, θα να πρεπε να ασχολούνται με τις σπουδές τους, όπως ο μακαριστός Χριστόδουλος την περίοδο της παλιάς Χούντας.
Επίσης, θα όφειλαν να ξέρουν ήδη να ανοίγουν φύλλο για γαλακτομπούρεκο, να φτιάχνουν μπαμπανέτσα, μαμαλίνγκα και - πρωτίστως!- να είχαν προ πολλού φροντίσει να παραμείνουν πάση θυσία αμόλυντες και άσπιλες, μέρχις οι μανούλες τους να τους εύρουν καλούς και κονομημένους γαμβρούς, ώστε να μοσχοπαντρευτούν, όπως εκείνες για να μη χάσει άλλο βελόνι η Βενετιά κι ο ΕλληνιΖμός αναλώσιμους στους πολέμους του καπιτάλισμού ανά την Ευρώπη.
Εάν, ωστόσο, φερειπείν, μποθέσωμεν, ο ηλικιωμένος, αντί να ξεκωλιάζεται με τα πιπίνια, έβλεπε τηλεπαιχνίδια με τη φαφούτα γριά του στον νοτισμένο απ' το κλανίδι παλιό καναπέ, πίνοντας τέιον και γαμωσταυρίζοντας για τις συχνές διαφημίσεις ή ξερωγώ εάν ήσαν σε βαθυτάτη κατάθλιψη, έχοντας σηκώσει ήδη προ πολλού λευκή πετσέτα στο βίο και στην ηδονή κι έχοντας εναποθέσει στωικά πάσα εναπομείνασα ελπίδα σε κλανιόλες, ιερές σαγκινάρες και νεφελώματα, τότε μαντάμ, σαφώς και θα ήτο αποδεχτός με συμπόνια και κατανόηση απ' την πλέμπα του ψυχωσικού χριστεπώνυμου πλήθους, επειδής απλά θα ήταν στα ίδια σκατά με τους άλλους. Αλλά οι ανθρώποι είμαστε - για μιαν ακόμα φορά- ελεεινοί και τρισάθλιοι μαλάκηδες.
Γειασάν του μάνγκα του παππού! Και πάλι γειασάν ρε χατζατζάρηδες. Και δεν σε βλέπω και καθόλου, μαντάμ...
Με αγάπη, Αγλέορας