
Ίσσα ωρέ γκιαούρηδοι
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Εδώ απούχουν φτάκει τα πράματα ναούμ, θέλει βαριά κοχόνες, στιβαρά αρχίδια, γνώση, θάρρος και πάν' απ' ούλα τύχη για να αποπειραθείς -τουλάχιστον- να αποτινάξεις από το DNA σου αυτή την αδυσώπητη μικροαστίλα, με την οποία τρέφεσαι αδιαλείπτως εξ απαλών ονύχων, για να μην πω απ' τη μήτρα τση μητρός και τσιτώσει η μαντάμ. Το επικυρώνει κι ο ποιητής της κακιάς ώρας, δεν τα λέει ο Αγλέορας.
" Απ' της μάνας μου τη μήτρα,
το γιογιό, την κολυμπήθρα,
κάτι γιάπηδες χλεχλέδες
μου' χουν κλέψει τους βαλέδες"

Συνήθως, αφού πρωτίστως διέρχεσαι μια φάση (και γαμώ τις φάσεις...) φαινομενικής αμφισβήτησης, τρως τα πρώτα γκράντε ταράκουλα, το μυαλό σου έχει χυθεί στο παρκέ σαν ληγμένο Καρνέισο, τσαούλι ελαφρώς επ' αρί κεκλιμένον ωσάν τον Τάσο τον Προύσαλη, δικέ μου, με τα πολλά τη σακουλεύεσαι πως είσαι λιμό ανίατο, που αδυνατεί να δώκει μια και να ανοίξει το παραθύρι φερειπείν μύγα μήσω. Όθεν εστί ήλιος γιοκ. Πάπαλα.
Συντετριμμένος απούχες ονείρατα για Ντ' Αρτανιάν και σε φωνάζουν Πόρθο, αφήνεσαι νομοτελειακά στο κυματάκι ανάσκελα, με την προκοίλα να προεξέχει της επιφανείας ωσάν ερημονήσι στη μέση του πουθενά. Γίνεσαι χρήσιμος αβέλτερος. Ρομποτάκι. Ο τελευταίος τροχός της αμάξης, η τελευταία τρούπα του ζουρνά, ένας ακόμα λακαμάς σε τούτο το μπουρδέλο ναούμ. Σε θαυμάζουνε, ωστόσο, οι γύρω όμοιοί σου λακαμάδες, κάτι που σε θρέφει, όπως το αίμα τον Μητσοδράκουλα, όπως το λάικ τον πρέζακα του ιντερνέ. Συχνά πυκνά τρως κάνα σκοφρέ στο όρθιο ή κάνα κοψίδι αν είσαι θήλυ ή γκέι. Πλένεις το αμάξι σου κάθε Σαββάτο με σαγκινάρα δάχτυλο με δέκα κυβικά αφρό και σκυλάδικα στη διαπασόν και το γυαλίζεις μία ώρα με κερί λες και θα πας για γαμπρός. Σε πέντε λεπτά στο χουν κάνει το ξιαμά τα περιστέρια τριμπούρδελο ναούμ, κατακαημένε μ' ...
Ίσσα ωρέ γκιαούρηδοι, κάντε γαργάρες με γαϊδουράγκαθα να πούμε, άντρε μπράβο πρωί πρωί...
Με αγάπη, Αγλέορας