
Καλικάντζαρος
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Έχω μόλις σχολάσει απ' τη γαλέρα ναούμ και περιμένοντας τη βοϊδάμαξα στη στάση σκάει μύτη στο αβαβά ένας καλικάντζαρος γύρω στα είκοσι, αραβόφωνος, με κάτι αυτιά πέτσινα να κρέμονται σαν ζαγάρι, οδοντοστοιχία απ' τα LIDL και μαλλί λες και το' γλειψε αρτίως η γελάδα. Ανήσυχος μου ζητάει τσιγάρο. Του προσφέρω ευγενέστατα, ανάβει, τραβάει δυο τρεις γερές, ηρεμεί και αρχίζει και μου λέει παραπονιάρικα, σχεδόν έτοιμος να βάλει τα κλάματα το άτομο...

" Το βλέπεις εκείνο το μικρό ξενοδοχείο απέναντι, μπρούντα;"
" Το βλέπω, ρε μόρτη" του απαντώ.
" Πριν μισή ώρα έφερα μια πουτάνα να τηνε πηδήξω και μου λένε δωμάτια γιοκ. Ελάτε πάλι σε κάνα διώρο"
" Και τι έγινε ρε μάνγκα; Εν τέλει πήδηξες; τον ρωτάω
" Αρχίδια πήδηξα. Έφυγε γιατί είχε να πάει κι αλλού. Τώρα θα πηδήξω πάλε σε κάνα εξάμηνο"
Τονε κέρασα και δεύτερο σιγαρέττο, προσπάθησα να τονε κουλάρω λέγοντάς του πόσο υπερεκτιμημένο θεωρείται ένα γαμήσι, του έκανα κάτι αναγωγές σε Πλάτωνα και Αριστοτέλη που δεν χαμπάριασε γρι, με χαιρέτισε εγκάρδια, του δωκα κι άλλο ένα για το δρόμο και πήρε πούλο -κύριος- ποδαράτος, αυτός κι οι σκέψεις του, ενώ εγώ πάνω στην αναμπουμπούλα έχασα το δικό μου λεωφορείο και έχει πάλε σε ένα τεταρτάκι. Πάω να αναψω τσιγάρο, άδειο το πακέτο. Θα περιμένω μπας και φανεί κάνας άλλος καλικάντζαρος να του κάνω τράκα. Κάρμα το λένε κι όλα τα παιδάκια κλαίνε, μαντάμ...
Με αγάπη, Αγλέορας