Κρεατοφαγία
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Όξω
βρέχει καρέκλες ναούμ. Μόλις μαγέρεψα και έφαγα λίγο τσιτσί, αλλά δε μου
φάνηκε για χοιρινό, καίτοι απόξω έγραφε ζβάιν, αλεμανιστί. Δε μου φάνηκε
καν για ζωικό, να πούμε. Ποιος ξέρει τι μέρος του λόγου χλαπάκιασα. Κάναν πανγκολίνο; Κάνα πιθηκοειδές; Αλόγατο; Χάμστερ; Άνθρωπα; Στα παπάρια μου ό,τι κι αν ήταν, γιατί αφενός ο Αγλέορας χόρτασε, ρε βλάμη, αφετέρου σε κάνα πεντάωρο θα χει χωνευτεί και θα χει αφοδευθεί στις σωλήνες που ενώνουν τα σκατά κάθε νοικοκυριού, για να καταλήξουν όλα μαζί εκεί που ανήκουν: τριάντα μέτρα κάτω απ' το χούμα.

Πάντως, έχω τη συνείδησή μου καθαρή, που- μάλλον- δεν ήταν κάποιο δύσμοιρο ζωάκι, γιατί εγώ διάγω οι-κωλο-γικώς, να ξες, και βγαίνω και τα λέω στα ιντερνέτχια και χτυπάω και γκομενάκια άμα λάχει επί τούτου. Δεν είμαι κάνα κορόιδο, μαντάμ. Συν τοις άλλοις νηστεύω Χριστούγεννα και Πάσκα για να πα να μεταλάβω (χωρίς παπά, που λένε και στο χωριό μου). Τώρα, όμως, επειδή το ζωντανό δεν έχει χωνευτεί ακόμα και νιώθω λες και εγκυμονώ έμβρυο από γορίλα, θα πα να κάνω λίγο δζόκινγκ, εδωδά στο παρκάκι, για να μπορέσω να ρευτώ και θα ακούω παράλληλα στα ακουστικά Χάρη Γιαννούλη, που ναι έντεχνος και πουλάει. Τι πα να πει δεν τον ξες, ρε κατσοκογάμη;
Με αγάπη, Αγλέορας