KTEO
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Έχοντας ήδη κατσικωθεί στα δεύτερα -άντα, αρχίζω να την ανθίζομαι τη
φκιάση, ήτοι η ζωή του άνθρωπα εν γένει μέρχι τα τετταράκοντα είναι ένα
ξέφρενο ράλι και μετά αρχινάει- άλλοτε ραγδαία κι άλλοτε σταδιακά- να
ρεύει και να κλάνει πατάκες. Και το αμάξι βογγάει στο νανήφορο,
στριγγλίζουν τα φρένα, ο λεβιές γλιστράει απ' τη λίγδα, τον ίδρωτα και
κάνα σπερματάκι στο πότε πότε- ες ανάμησιν των μετά δόξης ερωτικών
παροξυσμών μιας χρήσεως-. Τα λάστιχα χάνουν από δέκα μεριές τα γαμίδια,
οι ζάντες ξεχειλώσανε, το σασμάν είναι κλινικά νεκρό, το φλας ανάβει
όποτε του καπνίσει, οι πόρτες ανοίγουν με κόλπο που μόνο ο οδηγός
γνωρίζει εξ εμπειρίας, το χρώμα εξηφανίσθη και η κόρνα έχει καρκίνο στα
πλεμόνια. Κι αναγκάζεσαι - τρόπον τινά- να μπεις στο συνεργείο, δειλά
δειλά και έχοντας κάνει χρήση και τριών τεσσάρων αναβολών, γιατί ξέρεις
τι σε περιμένει..

Πάρε καβλιάρη μου μια ζυγοστάθμιση και δώσε φαναρτζίδικο, άντε στα καπάκια βουλκανιζατέρ, πέρνα και μία απ' τον ηλεχτρολόγο, ο οποίος θα σε στείλει στο ΚΤΕΟ γιατί θέλεις δουλειά και δε σου παίρνει φράγκα, καλή τη θελήσει, άμα μεν επειδή στο πού και πού φυστικώνει την αδερφή σου τη ζωντοχήρα, άμα δε επειδής είναι μπατζανάκης της συννυφάδας σου απ' το Περτούλι, που την είχες πιπώσει - παλιά- στο πανηγύρι πίσω απ' την εκκλησά. Έλα ρε, μη ντρέπεσαι. Ξεχνιούνται αυτά; Τότε που χες κλάσει αρχικά στα τσίπρα απ' το πρωί κάτ' απ' τον πλάτανο, μετά πλάκωσες ρετσίνες με προβατίνα, συνέχισες με ουίσκια ξεροσφύρι, σε κεράσαν κι ένα γαροτσί κάτι Αθηνέζοι ποζεράδες που σκάγαν στο χωριό για μαρκάλο κι επειδής ήσαντες λακαμάδες, φορούσαν φίρμες που οι βλάχες χύνανε και μόνο στην όψη, και ούτω πώς γαμούσαν τα καλοκαίρια στο χωριό κι αυτοί και πάει στο διάλα.
Θυμάσαι που χες κουμπώσει μετά και δυό
ύπνους και έπεσες στην άσφαλτο φαρδύς πλατύς κι εκλιπαρούσες" ¨μια
βρεμμένη χαρτοπέτσετα γαμώ το θεό σας...", γιατί ήσουνα μαλάκας! Ναι,
μαλάκας! Με περικεφαλαία. Που βρέθηκε το Λενάκι στο διάβα σου, σε
βοήθησε, αλλά εσύ τη στρίμωξες σε κάτι φυλίκια καθώς σε πάγαινε σπίτι
και τηνε φερμάρισες δις ακαριαίως, καίτοι ήσουν λάσπη απ' τα πιώματα.
Μετά η το Λενάκι παντρεύτηκε τον Κίτσο, την αδερφή του οποίου πήρε ο
ηλεχτρολόγος, που σε στέλνει ανερυθρίαστα- ο μπινές κι αυτός- στο
ικρίωμα του ΚΤΕΟ. Να πα να γαμηθείτε όλοι σας. Θα πάρω φόρα, όπως είμαι,
ραμολιμέντο και θα φύγω απ' την τελευταία στροφή πριν τον Όλυμπο για το
υπερπέραν. Αξιοπρεπής και με ζεστή συνείδηση. Θα σας θυμάμαι...
Μην
ψαρώνετε ρε μαλάκηδες, πλάκα κάνουμε, μέρχι να σφυρίξει η χύτρα να φαμ
φασουλάδα κι εμείς οι μικροασταίοι ψωμόλυσσες...
Και πού σαστε; Καλά Χριστούγεννα ομορφιές μου...
Με αγάπη, Αγλέορας