Μαλακίας εγκώμιον
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Καθόμαι εδωδά και συλλογιέμαι, κάτι τέτοια βράδια άπνοα - σαν το αποψινό- πως ο χαρακτηρισμός " μαλάκας" είναι άρρηχτα συνυφασμένος με τη ίδια τη φύση του ανθρώπου ασούμ. Και μη στραβομειδιάς, καλέ μ' , γιατί έχω μόλις χλαπακιάσει ένα πρεζοτσούρεκο Terkenlis κι έχει τσιτώσει η μπάκα μου ωσάν ασκομαδούρα ναούμ. Μόν' στήσε ους και όμμα εν τω άμα και γύρνα μία το γαροτσί διακριτικώς στον επόμενο, ήτοι στην παρούσα ο υπογράφων.
Κι αν μποθέσωμεν πεις " καλά τα μολογάς, ρε μπάγασα", όλα κομπλεντάν από πάρτη μου. Αλλά ακόμα κι αν πεις " σύρε πίσω στο χωριό σου, ρε χαμάλη γιδοβοσκέ και γιόμωσε καμιά τσαντήλα με μυτζήθρα, που θα μας πεις και μαλάκηδες κι από πάνω", πάλε στο κομπλεντάν θα ρολάρει η μάκινα, δικέ μου. Αληθινά λόγια θέλει ο Αγλέορας, εδραζόμενα ούτως ή άλλως σε υποκειμενική θεώρηση, πλην όμως εκ βαθέων.

Γιατί, ρε βλάμη κι εσύ μαντάμ, σ' ένα κεφαλοχώρι με εφτάμισο δις νομά, ο πάσα εις δικαιούται να φέρει και την αυστηρά προσωπική του οπτική σε τούτη τη γαμημένα όμορφη ζήση. Ειδαλλιώς, να το κλείσουμε το μαγαζί, λόγω κορονοϊού ναούμ και να κλειδαμπαρωθούμε στα κονάκια μας, όπου η μοναδική επαφή με τον όξω κόσμο θα να ναι κάνα δυο μαλακίες ημερησίως, κατασκοπευτικές, πίσω απ' τις γρίλιες. Γιατί η κλειδαρότρουπα έχει άλλη αίγλη, ρε κορόιδο.
Και μιας και τέσσερις αράδες πιο πάνω έγραψα τη λέξη " ζήση" συνειρμικά μου κατσικώθηκε στη γκλάβα αυτή η μικροαστική ευχή, που λένε οι δεσμώτες του πλατωνικού σπηλαίου επί τη γεννήσει τινός βρέφους. " Καλέ, να σας ζήσειιιι". Δηλαδή, ρε γκαζμάδες, το αυτονόητο; Τι να τους πεις δηλαδής, ναούμ; Και του χρόνου φουντούνια; Ή μεγειά το μπούτσο, νύφ' ; που είθιστο να ακούγεται σωρηδόν στα πάλαι ποτέ ακμαία χωριά της ελληνικής υπαίθρου προ αμνημονεύτων, κάθε που ένα νέο κορίτσι εγκατέλειπε το πατρικό του για να παντρευτεί, κι ως εκ τούτου να γευτεί τη γλύκα του τυρμπουσόν. Αφού κάποτε ούλοι διαβαίνουμε από την πίστα ετούτη δα, ωρέ γκιαούρηδοι. Κι όμως η συντριπτική πλειονότης συμπεριφέρεται λες και έχει κάνει ρεζερβέ για μια χιλιετία. Φευ...
" Μέρχι να συνβεί το μοιραίο, ας ζήσομε" θα ψιθυρίσει έγκαβλος ο χιπστεράς με τις εσπαντρίγιες και το λίπασμα της Μονσάντο στον αρτίως φρεζαρισμένο του μύστακα.
" Όσο του μένει του καθεμνιανού. Αυτά τα γνωρίζει μόνον Εκείνος" θα πει με απριλιανό στόμφο ο ζωντοχήρος νεωκόρος με την ποντικοουρά μεταξύ μύτης και χειλέων.
" Κάποια απροσδιόριστη αόρατη δύναμη πρέπει να πατάει ώρες ώρες fast forward στις προσωπικές μας κλεψύδρες" διερωτάται νεάνις τις τελειόφοιτος του ΦΙΠΙΨΙ, πρώην ΕΑΚΚίτισσα και νυν ΔΑΠίτισσα.
" Κάποιος πούστης με μάτιαξε" παραπονιέται - δικαίως- ο Μπόκολης.
Κι ο τσοπάνον, ο Γιάννης ο Μόγλης, με τη μαλαπέρδα δίκην ελικοπτέρου κυνηγάει αλλόφρων το μεζεδάκι απ' την ανυποψίαστον αλλοδαπήν παραθερίστριαν, φωνασκών γκαβλωμένα " στάσου. Μπούκοβο!"
Κι όσο για μένανε, μαντάμ, μ' έκοψε το "έτσι" και ξηγιέμαι φυστικοβούτυρο με βιολογικό μέλι πάνω σε βιολογικό ψωμί από ζέα και βρώμη, ασφαλώς άνευ γλουτένης, ψημένο σε ξυλόφουρνο - περικαλώ!- κι όχι σε φούρνο με αμίαντο, που - ως γνωστόν- είναι καρκινογόνος. Και αιστάνομαι αίφνης λες κι είμαι πίσω στην πατρίδα και μου γαργαλάει τα παπάρια ο αγέρωχος αέρας του Βελουχιού. Βγαίνω στο μπαλκονάκι μου, φουσκώνω τα στήθια μου με βαυαρέζικο αλπικό αέρα και αμολάω πέντε εξ κλανίδια κατά ριπάς, ενώ στο διπλανό μπαλκόνι ο Βιετναμέζος γείτονας προσπαθεί να πείσει τη Μοζαμβικανή γυναίκα του να μην χωρίσουνε κι ότι δε θα ξαναπάει σε μπουρδέλο. Χαιρετάω - Κύριος!- και μπουκάρω στην φωλέα μου, σαν ασβός μετά από επιδρομή σε χωράφι με καλαμπόκια. Τι γιατί, μαντάμ; Γιατί είμαι μαλάκας...
Με αγάπη, Αγλέορας