Μικροαστικά ακροαστικά
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Ένα απ' τα αναρίθμητα μικροαστικά ακροαστικά που κατατρύχουν τις ταλαίπωρες ψυχούλες μας είναι και ο άτυπος τίτλος τιμής του " οικονόμου", για να μην πω του τσιγκούνη- και δεν θα να μαι και καθόλου υπερβολικός ναούμ. Πα να πει, να τυγχάνει απεριόριστου σεβασμού και της δεούσης μικροαστικής αναγνώρισης ο σφιχτοχέρης μίζερος νοικοκυραίος, που μαζεύει τα τάλαρα μασούρι κάτω απ' το λερό στρώμα κι αν τύχει και βρεθεί κανείς στην ανάγκη να μη δίνει ούτε του αγγέλου του νεράκι ξερωγώ. Και επειδής απαιτείται πάντα κι ένας στιβαρός και μεστός αντίποδας, που να εδραιώνει στο αβαβά με την παρουσία του το κύρος του άλλου, δέον να θεωρείται ο ανοιχτοχέρης σπάταλος παράδειγμα προς αποφυγήν και αποδιοπομπαίος τράγος. Ίσσα ρε νταούλια...

Ενθυμούμαι ο δόλιος πολλά χρόνια πριν μια μπάμπω στο χωριό, τις παλιές καλές ανέμελες μέρες που το μόνο που μας ένοιαζε ήταν πού θα βρούμε καμιά αερόμπαλα να ξεδώσουμε τις παιδικές μας ανησυχίες, ήτις αφηγείτο μια διδακτική ιστοριούλα, σύμφωνα με την οποία η πεθερά έψεξε δημόσια την φρέσκια νύφη επειδή άναψε τσιγάρο με σπίρτο κι όχι με ξύλο απ' το τζάκι που έκαιγε. Και μάλιστα η ομήγυρη επαίνεσε την πεθερά για τον λόγο της και έκραξε τη νύφη ως ακαμάτρα, σπάταλη και δεν ξέρω γω τι άλλο. Πόσο κάνει ένα σπίρτο ρε μαλάκες γαμώ τη ζωή μου; Θα τα πάρετε μαζί σας τα φράνγκα; Στην κάσα; Τα λεφτά είναι για να τρώγονται, μαντάμ, φρέσκα κι όχι να μπαγιατίζουν στους γίκους, τα στρώματα και τις μπαλωμένες κάλτσες. Άσε που δεν υπάρχουν πλέον. Είναι πολλά τα τρωτά, βλάμη μου και πολλά παιδιά γαλουχηθήκανε με τοιαύτες μίζερες νοοτροπίες. Και δεν αναφέρομαι σε μεταπολεμικές εποχές, που πράγματι δεν υπήρχε δραχμή ούτε για δείγμα, αλλά για εποχές βαθέος ΠΑΣΟΚ, που τα φράνγκα έρρεαν σαν τις μύτες το καταχείμωνο με συνάχι ναούμ. Ή τα γράφουμε στα παπάρια μας όλα τα φαιδρά ή να πα να πετσωθούμε, όπως λέμε και στην ημιβάρβαρη δυτική χέρσο Ελλάδα. Γκέγκε ρε λακαμάδες ή να το σπάσω σε δεκαρούλες;
Με αγάπη, Αγλέορας