
Ο Αλέκος
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
"Α ρε πάνε πλύνε κάνα πιάτο μωρή πατόζα, μωρή μπουρούχα απ'το Μπόγραδετς που θες και πιάνο! Μας έχεις πρήξει τα παπάρια όλη μέρα.
Μια γαμημένη Κυριακή μας μένει να ξαποστάσουμε γαμώ το βυζί της τράπουλας. Ξεκωλιάρες!!"
Η στεντόρεια φωνή του Αλέκου, ενός ψευδού λακαμά πενηντάχρονου μαγκούφη κουράδα με καράφλα και ψωρίαση στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού, έσκισε την θαλπωρή του ακάλυπτου τρεις παρά τέταρτο το μεσημέρι σαν πορδή καραμπινάτη μετά από δυό πιάτα σπεντζοφάι. Αίφνης το πιάνο σταμάτησε. Ένα μωρό στον τρίτο απέναντι αρχίζει και κλαίει γοερά γιατί μόλις ξύπνησε.

Τρεις φοιτητριούλες στο όξω αριστερά ρετιρέ ξεπροβάλλουν με χαχαχούχα και με τα κιλοτάκια τους στην άκρια απ'τα κάγκελα.Οι ρώγες τους είναι εμφανώς πρησμένες απ'την γκάβλα. Η μία δείχνει βυζί στον Αλέκο. Ο Αλέκος παθαίνει βέρτικο, του γίνεται κάγκελο και στηρίζεται σαν ικέτης στο κάγκελο του λερού του μπαλκονιού με την σκισμένη ελληνική σημαία σε μόνιμη έπαρση. Το κάγκελο- σκουριασμένο απ'τη χούντα και δώθε- σπάει κι ο Αλέκος πέφτει στο κενό αλαλάζων κάτι μανιάτικες χριστοπαναγίες, απο τον πέμπτο και γίνεται με τα κρομμυδάκια. Μια γριά απ'τον δεύτερο όξω δεξιά βγαίνει ντεμεκ να τιναξει το σεμέν, βλέπει τον Αλέκο και καλάει το νοσοκομείο να ρθουνε να τον μαζέψουνε. Το μωρό σταματάει το κλάμα. Το πιάνο αρχίζει ξανά το ερωτικό του κάλεσμα και οι φοιτητριούλες μπήκαν μέσα, απ'όπου ακούγονται ανελέητα βογγητά ηδονής. Στον πέμπτο απέναντι κάποιος κλάνει...
Έλα Αλέκοοοοοο...."
Με αγάπη, Αγλέορας