Ο Μπούλης

2021-01-20

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,


Απόψε σου' χω κοψιδάκι πρόβειο, να στάζει η λίγδα στα μπουτάκια σου και να σου ρουφάνε το νέχταρ οι σκουληκόμυγες, μαντάμ, ναούμ. Βίρα τις άγκυρες!!


Ο ΜΠΟΥΛΗΣ

" Ονειρεύτηκε εξ απαλών ονύχων να γράψει με χρυσά γράμματα το όνομά του στην κορυφή του Έβερεστ. ΜΠΟΥΛΗΣ! Με κεφαλαία. Θα είναι ορατό απ' το φεγγάρι, έλεγε. Θα τονε παίζουν οι Ανδρομέδιοι για πάρτη του. Τι τονε πέρασες το Μπούλη, ρε μάνγκα; Για κάνα παλτό; Φέρελπις νέος και πολυσχιδής. Αλλά κομματάκι βλακαμάς, αν θέμε να μεθα ακριβοδίκαιοι ασούμ. Μοναχογιός αρχιτεκτόνων, ο γέρος του αλκοολικός, πλην όμως με χέρι αλφάδι ο πούστης, η γερόντισσα, δηλαδή όχι και τόσο χάπατο, πα να πει γαμεύσιμη κουγκαρογκράνυ, για να καταλάβει κι ο πάσα εις εδώ μέσα ναούμ, ήτο Προέδρας του Φιλοζωικού Αμφιλοχίας και μεγάλο χαρτόμουτρο η κιουρία. Αυτοί οι δυό ανθρώποι κάμανε το Μπούλη, όστις τυγχάνει σπουδάζων εσχάτως Ιχθυοκαλλιέργεια στο Μεσολόγγι, που' ναι και κοντά, για να του πλένει κάνα σώβρακο η γριά του, να τονε φτιάχνει με φαγιά και να αφαιμάσσει τον κύρη του ταχτικώτατα, οικονομικά πάντα. Δεν ήταν δε και κάνα βαμπίρ ο Μπούλης, μαντάμ...

Εντούτοις, παρ' όλα τα εφηβικά ονείρατα και τες μετέπειτα επεδίωξες, ο Μπούλης προσγειώθηκε απότομα μετά από πεντ εξ δέκα χυλόπιτες, τσακίστηκε, έκλαψε, πόνεσε, έρεψε στη μανιβέλα κι εν τέλει συμβιβάσθηκε - αντί του Έβερεστ- με σπαστή φραπεδούμπα και μια μυγοφτυσμένη κουρού απ' τα Μικρογεύματα Γληγόρης, ένθεν της κρεαταγοράς απόμπλεξε τις νύχτες με κάτι μπαρμπούτια, κάτι ποκεράκια, να σου κι οι σκόνες, ευρέθη και μια ποτάνα τω επαγγέλματι και τηνε ερωτεύθη και δώσε πάλε σκόνες και αλουμινόχαρτα ναούμ και ρούφαε ο Μπούλης τα χιόνια και τα άλευρα με γιούφι από μοσχαρίσσο κόκκαλο και σκόρπαε τα κατοστάευρα, όπως πετούσε ο νίντζα τις φαλτσέτες στο Shinobi. Και η αφαίμαξις της πατρώας περιουσίας συνεχίζετο αδιαλείπτως, ενόσω οι χορηγοί το' χαν "Λιάσκοβο" ναούμ. Και ούτω πώς, καβαφικώς ανεπαισθήτως πάλε, μαντάμ, τσεκ για να δω αν με παρακολουθάς ή αν ξεβάφεις τα νύχια σου, ούτω πώς ναούμ ευρέθη ο Μπούλης στη δίνη του τριγώνου των βερμούδων, τρωθείς μέρχι μεδούλι από χασούρα, μαστούρα και καψούρα. Πυρηνική μπόμπα! ΤΝΤ! Αρμαγεδδών...

Σαββάτο ήσανε, μαθές, νταγκλαρισμένος στο λερό ντιβάνι της γκόμινας, το χιλιοχυμένο με πάσης χύσεως βαλκανικό σπέρμα, ο Μπούλης, βάραε τρελές χαρμάνες ο ταλαίπωρος απ' τα επροψές, που τους πακέτωσε νο γύφτος, εε ο Αθίγγανος ήθελα να πω, αφημένος στο μουσκιό της στέρησης, με τρέμολο, βιμπράτο και sustain σαν τον Οβραίο του θεάτρου σκιών, σαν τα σκυλοκέφαλα που είθισται να κολλάνε οι νοικοκυραίοι μέσα απ' το παρμπρίζ στο αμάξι, παραδίπλα απ' το " Μπαμπά μην τρέχεις". Η γκόμινα έχει πάει καταδρομική σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γίνει. Μετά κάνα τετράωρο ανοίγει η πόρτα και μπουκάρει το γκομενάκι. Τινάζεται έντρομος.

" Μπούλη μου, δεν ηύρα ούτε ζα, ούτε κοκορέτσι, αλλά μου δώκαν μια σακούλα χόρτο αλβανικό στο τζαμπαντάν οι Μπαγκλαντεσιανοί. Ή μάλλον στο περίπου τζαμπαντάν" πρόσθεσε με νόημα...

" Μίλα καθαρά, μωρή άρρωστη. Χόρτο; Τι ν τούτο πάλι; Μουσκάρια είμεθα ναούμ;"

" Δεν ξέρω, Μπούλη μου. Το στρίβεις, μου είπανε, σαν τσιγάρο. "

" Στρίψε, τότενες, να φουμάρουμε, μωρή χαρχάλω, βραδιάτικα."


Δεν πρόλαβε να κολλήσει δυο χαρτάκια η μεναγκό, να σου ανοίγει η πόρτα, μπουκάρει μέσα η μάνα του με ένα τηγάνι ανά χείρας, ο πατέρας του με μια γκλίτσα, η θειά του η Περσεφόνη, ο θειός του ο Παναής, ο παπάς της ενορίας, που τύγχανε και νουνός του ναούμ, με άλλα δυο τρία ραμολιμέντα του Φιλοζωικού, τονε μαγκώνουνε, τονε κάνουνε αμπαλάζ και τονε πάνε - συνοδεία τσέων και μιας σαλταρισμένης πρακτικής φοιτήτριας της Ψυχιατρικής- σούμπιτο στο Δαφνί, αφού πρωτίστως του ρίξανε κάτι εξορκισμούς για το ονόρε. Ο Μπούλης σώθηκε εν τέλει, μπήκε σε πρόγραμμα απεξάρτησης, καθάρισε, βγήκε, του προξενέψανε εκεί μια βλαχοπούλα με πολλά στρέμματα, παντρευτήκανε, κάμανε και τρία κουτσούβελα και τώρα, απ' ό,τι μαθαίνω ο Μπούλης έχει γίνει πρόεδρας του Φιλοζωικού,  της Χριστιανικής Εστίας και σκέφτεται πολύ σοβαρά να κατέβει ως υποψήφιος στας επικείμενας εθνικάς εκλογάς με το Βελόπουλο στο νομό Αιτωλοακαρνανίας. Όσον αφορά, την γκόμενα της νιότης του, την επί χρήμασι ερωμένη του, έμεινε με μια σακούλα χόρτο, κιούσπα αλμπέιν απ' το Μπόγραδετς και έφτιαχνε κουμάντα στα χάπατα που την επεσκέπτοντο. Και τσαπού και νταφού. Μ' ένα γάρο, δυό πρεζόνια..."


Με αγάπη, Αγλέορας

Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε