
Ο Βαλάντης
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
« Με το αρκουδίσχιον στους είκοσι βαθιμοί, νιώθω σαν κρέας σε ψυγείο από μπουτίκ κρεάτων ( a.k.a χασάπικο). Όπου να' ναι θα σκάσει μύτη κι ο μακελάρης με το μισοσβησμένο τσιγάρο στο στόμα, θα αμολήσει κάνα δυό μπινελίκια ένεκα η κρίση η ποτάνα και θα τσιμπήσει κάνα κοψίδι απ' το τσιγκέλι να φάει καμιά μαντάμ ή το μούλικό της. Απόξω ακούω έναν μπέμπη να μυξοκλαίει επειδή δε γουστάρει να φάει πάλε κρέας κι ο χασάπης τον νουθετεί "Γιαννάκη μου φάε τσιτσί να μεγαλώσει το πουλάκι σου, να μη σε γελάνε τα κορίτσα" και η μαμά "μα πώς μιλάτε έτσι στο παιδί μου κύριε Βαγγέλα μας;" και εκείνος "νταξ, μαντάμ, με το μπαρδόν, έχω και τούτα τα αμελέτητα να τα βάλς τηγανιά να γλυκαθεί το τζέρι σ" και άλλες τινές βαρετές μαλακίες,ως είθισται να ακούγονται στα χασάπικα.

Έχω και πέντ έξ γαλοπούλες στα δεξά μου, ξεχασμένες απ' τα πρόπερσι,
γατρέ...
Όλο και κάποιος μαλάκας θα τις φάει τα χριστούγεννα....
άντε,
να ξεβρωμίζει ο τόπος, γιατί σαν πολλές γενήκαμε δω μέσα
και άμα κλάσει κάνα ψοφίμι θα τα πάρω ούλα σβάρνα να ουμ...»
Εμφανώς ανακουφισμένος από τον μονόλογό του στον ψυχίατρο,
ο Βαλάντης σηκώνεται από του καναπέως, χαιρετάει κύριος, πλερώνει
κανονικά και μπουκάρει στο προποτζίδικο από κάτω.
Ρίχνει ένα πενηντάρικο σε πέντε αριθμούς σε μια κλήρωση του ΚΙΝΟ,
παίρνει ένα παπάρι και πάει ντουγρού στην τουαλέτα.
Μετά από πέντε λεπτά τον ηύρανε κρεμασμένο απ΄το σωλήνα του καλοριφέρ,
με ένα σημείωμα καρφιτσωμένο στον καβάλο του
« ΝΑ ΜΟΥ ΙΔΕΙΤΕ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ»
Με αγάπη, Αγλέορας