Ο Βρασίδας
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Απόψε θα σου διαβάσω μια ιστοριούλα πολύ διδαχτικιά, για να πάρεις τα χαμπάρια σου και συ, δικέ μου, άντε μπράβο. Είναι από το βιβλίο του Τζέιμς Φαουλτίδη, με τίτλο " Ίσα ρε κοπροσκούληκα". Προσδεθείτε..
Εκατόν ογδομήκοντα κιλά άχθος αρούρης πάνω σ' ένα σιδερένιο κρεβάτι με ροδάκια σε μια λερή τρώγλη που έζεχνε φούντα και κατουρλιό, κάπου στην Αχαρνών, δεν το λες και σοβαρή είδηση, ειδικά μεσούσης της καραντίνας. Ο Βρασίδας απ' την κουραδίαση αδυνατούσε πλέον να τραβηχτεί ως την τουαλέτα κι ως εκ τούτου τα κανε όλα σε μια πάπια, που του' φερνε εκ περιτροπής κάποιος απ' τους Τζαμαϊκάνους, που τους νοικίαζε κοψοχρονιά τη γκαρσονιέρα στον κάτω όροφο και μάλιστα οι φήμες λένε πως τους είχε στη μπίζνα ως βαποράκια και του βαρούσαν και καμιά μαλακία, έτσι για την εξαέρωση, ενώ εκείνος τους έσπαγε ντρόγκια για το ονόρε. Έσπρωχνε ντρόγκια από χρόνια ο Βρασίδας, μαντάμ. Δεν ήταν κάνας γκασμάς. Φούντες, κοκόρια, ζα, πιαχά μέρχι και ντάτουρα, άμε έπιπτε ζεστό το παραδάκι.Αξιοσέβαστος, τύγχανε και του αναλόγου χριστεπώνυμου οίκτου, ως παχύσαρκος ευεργέτης, έχοντας τσοντάρει τα μάλα για την ανακαίνιση του ξυλόγλυπτου τέμπλου στην Ιερά Μονή Μεγίστης Ντάγκλας. 'Επαιρνε και αναπηρική σύνταξη με ένα βύσμα που δούλεψε για πάρτη του, μέσω ενός γνωστού του μπατζανάκη της συμπεθέρας της συννυφάδας του, που πηδιόταν μ' έναν ανθυποαφισοκολλητή του Μητσοδράκουλα. Όθεν, η μάκινα πάγαινε φυσέκι κι έφτυνε τον κόρφο του τρις ημερησίως για να μην τονε ματιάξουνε.

Είναι Παρασκευή, λοιπόν, 23 του Σεπτέμβρη, όταν χτυπάει το κουδούνι. Υγειονομικό, συνοδεία τσέων, αιφνιδιαστικός έλεγχος λόγω κορονοϊού και πούτσες μπλε μαρέν. Ο ανυποψίαστος Βρασίδας, που χάιδευε τη βοϊδόπτσα τ', είχε τα ντρόγκια απλωμένα σαν τραχανά στο τραπέζι, η πόρτα στην είσοδο ήταν ανοιχτή και -τσουπ!- γλιέπει μπροστά του κάτι χαλέπιτα με μάσκες και κάτι μουσκαρόμπατσους με προφορά δυτικής Ευρυτανίας. Κιχ δεν έβγαλε ο Βρασίδας. Τονε πήρανε καροτσάκι ,πάνε κι οι φούντες, πάνε κι οι σκόνες, πάνε και οι νίγκαζ. Τώρα, σε κρεβάτι των φυλακών Δομοκού, συγκάτοικος με κάτι Μολδαβούς γιουρούκηδες ισοβίτες, χτυπημένος κι από ένα εγκεφαλικό, λάδωσε το διευθυντή και τα τσιράκια του και σπρώχνει τα πάντα όλα και περνάνε ούλοι ζάχαρη στην τούφα, μαθές. Κι οι Μολδαβοί τονε πασπατεύουν εκ περιτροπής για μια μυτιά αλεύρι. Γειασάν ρε Βρασίδα. Διδάσκεις ποδόσφαιρο. Φαΐ, ύπνος και γούστα στο τζαμπαντάν στην μνημονιακή Ελλάδα του κορονοϊού..
Με αγάπη, Αγλέορας