Ωραίος, ως Έλλην
--- " Happy Halloweenn bro!!!"
--- " Ρε ψωλαρέοι, με κοψοχόλιασατ' ναούμ. Τι στο διάολα θέτε, ρε λιαροκάπ' δες;"
--- " Wir verstehen diese Sprache gar nix, bro. Δεν παίρνουμε μπαριχά τι μας λες."
--- " Εεε...ιχ...αουσλέντα. Είμαι αλλοδαπό ξερωγώ."
Και με μιμήσεις που θα ζήλευε κι ο mr Bean o original ( κι όχι η καρικατούρα που νομίζει ότι κυβερνάει τη χώρα του Φωτός και τα αρχίδια μας κουνιούνται ωσάν τελεφερίκ) μου δωκαν να σακουλευτώ τα άτομα πως περιμένουν να τους φιλέψω κάνα σοκολατικό, όπως επιτάσσει το έθιμο να ούμ. Από σέβας εγώ, ως οικοδεσπότης, τους βάνω μέσα, όπου η ατμόσφαιρα ήτο λίαν επιβεβαρυμένη και ομιχλώδης μεν απ' τα αλλεπάλληλα γαροτσί, ενώ έζεχνε στο φουλ κλανίλα, ποδαρίλα κι αρχιδοβαρβατίλα τίνγκα, μαντάμ και μη σε βλέπω να θες να ξεράσεις τώρα. Εσείς δεν κλάνετε; Δεν βρωμάνε τα μαντζαφλάρια σας; Έλα τώρα..
Τους λέω με γαμώ τις προφορές: " Λίμπε φρόιντε, δεν έχω ποτέ σοκολατικά σε τούτο το σπίτι, γιατί πουλεύω με δέκα τσικουλάτες απ' το ζούπαμαρκτ και την στερνή την έχω μακελέψει στο ασανσέρι, πριν βάλω το κλειδί στην πόρτα"
Αλλά δεν έπαιζε να λακίσουν με άδεια χέρια απ' τον Αγλέορα, για να με μολογάνε μετά στις κνάιπεν, τις παρακμιακές γερμανικές μπυραρίες τους, ότι ντεμέκ είμαι τσίπης και όλοι οι Έλληνοι είναι τσιγκούνηδοι, χασικλήδες και βρωμάνε τα παπάρια τους, οπότε τους τρατάρω μια σακούλα τραχανά ξινό, ένα μπακέτο γίγαντες και μια σκελίδα σκόρδο Γοργοποτάμου, ες ανάμνησιν της τσαπού του 1942.
---" Griechisches traditionelles Essen, για πάρτη σας ρε ρεμπεσκέδες"
Αφού με ευχαριστήσανε εγκαρδίως, αποκαλύψανε τα προσώπατά τωνε κι ήταν δυο μουνάρες γύρω στα δεκαοχτώ, που κάνανε την τσικλητάρα μου να λαλάει για κάνα δίλεπτο σαν κούκος ρολογιού κι ένας καραφλοκουράδας, μάλλον ο μπαμπάς τωνε, που έζεχνε μπύρα και άσπρο λουκάνικο. Του λείπανε και κάτι δόντια του ατόμου. Πουλέψανε, κόλλησα κάνα δυο τρία ακόμα για σβήσιμο, έριξα κι ένα σιμοχέ μετά δόξης, δίκην σιωπητηρίου και μετά από κάνα δυο μερούλες, ήτοι προ διώρου τονε πετυχαίνω τον κουράδα μες στο τραμ, αλλόφρονα, να με δείχνει και να με βρίζει:
--- " Γαμημένε Έλληνα, τι ήταν αυτές οι μαλακίες που μας έδωσες να φάμε; Έχει σκιστεί η σουφρίδα μου στο χέσιμο κι έχω πάλε αιμορροΐδες. Νιώθω θα εκραγεί η κωλοτρυπίδα μου, μπάσταρδε Herr Agleoras"
Τονε ταχταρίζω φιλικά στην πλάτη, με συμπόνια, κλίνω ελαφρώς στο αυτί του και με εχεμύθεια του ψιθυρίζω στεντόρεια:
---" Χοντρομαλάκα, μόλις γυρνάω απ' τη γιατρέσσα μου. Έκανα τεστ για κόβιντ. Είμαι θετικός. Θα πεθάνουμε όλοι, μαλάκα μου. Να μου φιλήσεις τις κόρες σου..."
Αποβιβάστηκα αλαφροΐσκιωτα μία στάση πριν το συνηθισμένο, με το σαρδόνιο χαμόγελο του Μάρκου του Λεζέ να χαράσσεται μυστικιστικά πάνω στην καταϊδρωμένη μου μάσκα, εκθαμβωτικά ωραίος ως Έλλην, κάπου στο Μόναχο, ενώ έβρεχε καρέκλες, πρωτομηνιά Νοέμβρη του γαμημένου ετούτου έτους, που θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι...
Κι όποιος ζήσει, θα 'μολογήσει ναούμ...
Με αγάπη, Αγλέορας
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Καθόμανε στο κλουβάκι μου παραπροψές, την ώρα που σουρούπωνε εδώ στα Μερκελοχώρια, είχα ρουφήξει το εσπρεσάκι μου ( κύριος!) είχα ζάψει το τσικουλάτο μου με των δεκατρίο κατά τα ειωθότα ναούμ με απλωμένη αρίδα στο μπαλκόνι, αεριζόμενος φού και φου υποχθονίως αφενός, αερίζοντας και τα καλαμπαλίκια μου δίκην απολυμάνσεως στον αγώνα κατά του κόβιντ αφετέρου. Ξέχασα να σου πω ότι είχα και κάτι χασομέρια από αιμορροΐδες. Στο διπλανό μπαλκονάκι η Χουανίτα η Κολομπιάνα ξουρίζει με τη μάκινα τις ποδάρες της, άδουσα το λατινοαμερικάνικο παραδοσιακό ασμα " El condor passa" κάτι ανάλογο με το δικό μας " Ένας αητός καθότανε στον ήλιο και γαμιότανε". Μάλλον επίκειται τσαπού οσονούπω και γουστάρω, δικέ μου, που η πολυκατοικία ζει, σε πείσμα της κακλαμάντζας που μας φορτώσανε οι αρχίδες oi χαρτογιακάδες.

Καθόμανε στο μπαλκονάκι μου, μαθές, κυρία Σκορδαλέα μου ναούμ, όταν έσκουξε ο κώδων απ' το θυροτελέφωνο. Κι επειδής τυγχάνει εσχάτως καπούτ και ούτω πώς δε μου δίδεται η δυνατότης να ρωτήξω " χου δε φάκιν χελλ αρ γιου εντ γουατ ντα φακ ντου γιου γουωντ φρομ μάι λάιφ" διαχρονικά αγέρωχα ωραίος, ως Έλλην, άνοιξα σούμπιτος δίχως καν να σκεφτώ ποιος λακαμάς θα μπορούσε να' ναι τέτοιαν ώρα, ποντάροντας μάλιστα το σπίτι μου ότι θα να ναι κάνας ξανθομπάμπουρας έφηβος Γερμανός, που τον αγγαρεύουν τα γερόντια του να μοιράζει εφημερίδες για να μάθει πώς βγαίνει το χασίσι του και να γίνει επιτέλους άντρας. Αλλά, μέγας κουβανός εγώ, ως γνωστόν. Όθεν, αντ' αυτού σκάνε τρεις μασκαράδηδοι με κελεμπίες, με κέτσαπ στο κούτελο και στα λαιμά, με κάτι τρίαινες, διαόλου κάλτσες οι πούστηδοι ασούμ και με πιάνουν εξ απήνης μπρος στην ορθάνοιχτη θύρα απ' το κονάκι μου, με σώβρακο ξεχειλωμένο, με φανελάκι ΜΙΝΕΡΒΑ, τρούπιες κάλτσες για το μπούτσο, λίγδες στα τζαούλια και μια γαροκαμμένη δζιοβάνα στα σκασμένα μου χείλη ασούμ.
