Όταν καλάς Αγλέορα

2020-09-28

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Επροψές είχα πάει ναούμ, από υποχρέωση δηλαδής, όχι τίποτις άλλο ασούμ, σε κάτι γενέθλια μιας παλιάς γκόμενας μιας πρώην γκόμενάς μου, της Σουζάννας και επειδής ήμανε απ'το πρωί στους δρόμοι και είχα ρέψει, με είχε πιάσει μια πείνα ανείπωτη...πιο ανείπωτη κι απ' τα "Ανείπωτα" του Ζερβουδάκη., μα τη Μπαναγία! Με βάρεσε και μια υπογλυκαιμία, να πούμε, και παραλίγο να λιγοθυμήσω μες στο μετρό. Τελεύω τας υποχρεώσεις μου- ατελεσφόρως- και σκάω καταδρομικά στο μέρος, όπου τελείτο η εκδήλωσις και ,αφού πρωτίστως χαιρετίζω και τα τυπικά, και "τι ωραίο το μπουστάκι σου, μωρή Συλβάννα, φτου φτου" και " τι κάνεις χρυσή μου; Πάχυνες ή μου' σκασε πρεσβυωπία;"  δίνω το δώρο μου- κύριος!- [ κάτι κυλότες εμπριμέ από το παζάρι να πούμε....] και προσποιούμενος ότι χτυπάει το τηλέφωνο, απομακρύνομαι σταδιακά και κάνω γιούργια στο μπουφέ.

Αλλά, ενώ περίμενα να χλαπακιάσω τίποτα κοψίδγια, ξερωγώ, τίποτα πρόστυχα μπριντζολίδγια, κάνα μπούτι κοτόπουλο, τέλος πάντων, με πατάκες τηγανητές, πατάκες φούρνου, πατάκες γιαχνί, κάνα τζατζικάκι δίκην βαζελίνης, για να γλιστράει το έδεσμα, πήγε η άλλη η χαρχάλω, η νεόπλουτη, και παρήγγειλε κάτι κρουτόν, κάτι μπουτόν, τυρμπουσόν, κάτι κροκέτες με ζάχαρη άχνη, σούσι, μούσι και πούσι, καπνιστό Διονύσιο Σολωμό, χαϊβανοχαβιάργια και λοιπές γκουρμεδγιές, που συνηθίζουν να τρώνε όσοι πχιάσαν τον παπά απ' τα ούμπαλα, αλλά ο παπάς δεν το ξέρει.

Τέλος πάντων, τα παίρνω κράνα και πα να πουλέψω, εμφανώς προσβεβσλημένος. Γιατί, όταν καλάς Αγλέορα για ματζάρε να χεις κοψίδι κι όχι ψιλικοκό! Αλλά, λέω "δε γαμείς, ψηλά καπέλα;" και κάνω ντου και τα χλαπακιάζω όλα σε χρόνο ΔεΤε. Όχι τίποτις άλλο, αλλά σκέφτηκα από μέσα μου: "Ρε συ, Αγλέορα, άμα ήσανε σε κάνα ερημονήσι ναυαγός και έβλεπες απαστράπτουσα παρά θιν αλός κονσέρβα με σκυλοτροφή, θα την έτρωγες ή θα την πέταγες βοτσαλάκι στη θάλαττα;"

Με αγάπη, Αγλέορας

Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε