
Πλεϊστέισο
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Άπλετο μελάνι έχει χυθεί, χύνεται και θα χύνεται στον αιώνα τον άπαντα για την πουτάνα τη ζωή και τον σωστό συνδυασμό των συστατικών εκείνων στη χύτρα του προσωπικού Δρουίδη του καθεμνιανού εξ ημών, που θα φκιάσει το μαγικό ζωμό παύλα μπερεκέτι, μπας και παιχτεί επιτέλους λίγη σοβαρή μπαλίτσα και δε φάμε στη μάπα ντομάτες παραγινομένες ναούμ. Άπειροι κανόνες δεοντολογίας, αναρίθμητες προσωπικές εμπειρίες που ανάγονται -ελεεινώς εσφαλμένα- σε καθολικές αλήθειες, μανιέρες, τσιτάτα μπαγιάτικα και τα αρχίδια μας κουνιούνται και μοιάζουν με εκκρεμές. Τσου ρε Λάκη πρωί πρωί. Φάε καμιά μπουγάτσα με σπανάκι να ρθεις στα ίσσα σου.

Άχρηστη και περιττή επίφαση γνώσης έχει τιγκάρει τον σκληρό κι ο φαινομενικά σκληρός έχει λιώσει σα βιτάμ. Μιλιούνια αισχρές διαφημίσεις μολύνουν την ψυχούλα σου, υποδεικνύοντας ευσχήμως πώς το λουκ που οφείλεις να έχεις για να γαμείς και να δέρνεις. Παπάδες συγκαμμένοι απ' τη νηστεία που δεν έκαναν ραντίζουν τη λίμπιντο με νευρασθένειες και ψυχώσεις. Μπάτσοι γουρούνια και δολοφόνοι περιφρουρούν τη διάμετρο της αλυσίδας σου. Κι ούλα αντάμα, μαντάμ, κουρκούτι στο μπλέντερ της τελεβυζιών. Και ρχέται η γαμημένη η στιγμή, που το παιδί σου σκάει μύτη και σε ρωτάει, με την χαρακτηριστική παιδική αφέλεια:
" Βρε μπαμπά, γιατί ζούμε; Και ποιος ο σκοπός της ζωής εφόσον κλείνει με θάνατο;"
Κι αν σου' χει μείνει ίχνος ευθυξίας, δικέ μου, το κάνεις μια ζεστή αγκαλίτσα και θωρώντας το κατάματα, του λες με περίσσεια ειλικρίνεια:
" Σπλάχνο μου, ο μόνος σκοπός της ύπαρξής μας είναι να σταθούμε όρθιοι και να περάσουμε ανάμεσα από συνάνθρωπες, να τους δούμε, να τους μυρίσουμε, να συμπορευθούμε, με λίγους να τακιμιάσουμε -έστω πρόσκαιρα- κι από πολλούς να αλαργέψουμε αλαφροΐσκιωτα. Κι ούλα τούτα χωρίς να εμποδίζουμε άλλους να ξηγιούνται ομοίως. Με μπέσα, κιμπαριλίκι, μαγκιά, αλλά ποτέ νταηλίκι. Και με πολλή πολλή αγάπη, σπλάχνο μου. Δυστυχώς, δεν είναι τόσο εύκολο, γι' αυτό ο κόσμος έχει αυτά τα χάλια. Αλλά η ζωή σού ανήκει. Να γυρνάει..."
Μετά από μια τέτοια κατάθεση ψυχής, μου βαρεί τον ώμο το μαλκιστήρι, συγκαταβατικά, για να μου πει στην ψύχρα:
"Μπαμπά πότε θα μου πάρεις πλέιστέισο;; Όλοι οι φίλοι μου έχουν, εκτός από μένανε"
Γαμώ τη φάρα σας κοκκόνια...
Με αγάπη, Αγλέορας