Πλιάτσικο
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Ανάθεμα τη νώρα, κατάρα τη στιγμή που μπήκε η μουσική στο στυγνό εμπόριο και το ανελέητο νερόβραστο lifestyle marketing. Κι όπως θα πας φερειπείν στο μανάβη να γίνεις κάνα καρπούζι ή τίποτα παντζάρια ή στο χασάπη για κάνα κότσι ή τίποτα παντσετούλες, ομοίως να τραβιέσαι για να γίνεσαι τραγουδάκια. Τα τραγούδια, ωστόσο, δεν είναι ούτε φρούτα, ούτε κρέας, υπό την έννοια ότι αυτά τα δύο έχουν βραχεία περίοδο κατανάλωσης και σε λίγες μέρες σαπίζουν κι είναι για πούλο, εν αντιθέσει με τη μουσική, που δεν υπόκειται σε παρόμοιους κανόνες, αλλά απεναντίας, με την πάροδο του καιρού ξεχωρίζουν ποια άσματα αντέχουν και ποια είναι για τον σκουπιδοντενεκέ. Υπάρχουν άπειρες ξεχωριστές χροιές στο τραγούδι, με ιδιαίτερο τόνο, ύφος, χρώμα, έκφραση, ψυχή. Και στις μέρες μας, εάν δεν άδονται από καμιά ομορφούλα τσαπερδώνα ή από κανέναν με κρυφά "προσόντα" ή αν δεν πέσουν στην αντίληψη κανενός αθεράπευτα ρομαντικού κυνηγού ταλέντων, τα τρώει η μαρμάγκα, το σκότος και το έρεβος.

Ο λόγος; Δεν πουλάνε, μαντάμ. Γιατί - λένε- ο κοσμάκης έχει συνηθίσει τις ήδη φτασμένες και καταξιωμένες φωνές, ώστε ο αιμοδιψής μπαμπούλας του μάρκετινγκ, που' χει σακουλευτεί προ πολλού τη φτιάξη ναούμ, να προωθεί ως επί το πλείστον λαρύγγια που προσιδιάζουν σε ήδη έτοιμα καλούπια, δοκιμασμένα και ασφαλώς προσοδοφόρα. Αν τύχει, δε, και ποθάνει κάνας τιτάνας ή καμιά μεγάλη κιουρία του πενταγράμμου, τότενες ο δρόμος ανοίγει διάπλατα για τα μαϊμουδάκια που τους μιμούνται. Ούτω πώς έχει πήξει η μούνα μας στο λαϊκό με ντεμέκ σφακιανάκια, στο έντεχνο με πλιατσικάκια, στο ρεμπέτικο με μαρκουλάκια, που χαλάνε τις φωνητικές τους χορδές για να μιμηθούν το Μάρκο, που τραγουδούσε έτσι από φυσικού του και δε γαμείς ψηλά καπέλα. Έτσι όπως πάει η δουλειά, σε είκοσι με τριάντα χρόνια, κανένας σοβαρός ακροατής δεν θα ακούει σύγχρονη μουσική. Και βασικά δεν θα υπάρχει λόγος. Έχουμε γκώσει στο ιμιτασιόν. Ας αφήσουμε λίγο τα αυτάκια μας να ηρεμήσουν.
---Μωρό μου, πιάνεις λίγο το τζακ δάνιελς σι βου πλετ;
--- Τσακίσου πάρ' το μόνος σου παλιολακαμά...
Με αγάπη, Αγλέορας