ΡοβύθXια στο μουσκιό
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Σε κάνα δίμηνο, ναούμ, κλείνω έξι χρονάκια μετανάστης στη Γερμανία κι αλάργα απ' την πατρίδα, ήτοι τα γερόντια και την οικογένειά μου, φίλους και γνωστούς και τις ανάμνησες μιας ζωής γιομάτης. Πότε πέρασαν τα γαμημένα; Και κάθε φορά που τα σκαλίζω και τα αναμοχλεύω τα γαμίδια, όπως κλωθωγυρίζω τη μανιβέλα ταχτικώς ημερησίως δίκην αστρολάβου, τότε ενθυμούμαι και τινά ευτράπελα ενσταντανέ, τα οποία δεν θα χω να διηγιέμαι στα εγγόνια μου, γιατί δεν το κόβω να γίνομαι παππούλης, μαθές...
Μου λέει, προ τετραετίας, όταν δούλευα χαμάλης σε ένα σούπερ μάρκετ ναούμ το αφεντικό, ένας Βαυαρός αψηλός κι
αλύγιστος, άτεγκτος σαν στυλιάρι για ανασκολοπισμό, που αν του φορέσεις στολή των ναζί, νιώθεις μια
πελώρια λαχτάρα να αρπάξεις κονσερβοκούτι και να αλαλάξεις "ΑΕΡΑΑΑ" κι όσες δώκεις κι όσες φας βλάμη μου, μην είσαι φλώρος, μου λέει ο σεφ το λοιπόν να
πάω να πετάξω στα σκουπίδια ένα χάρτινο ράφι, όπου πάνω είχε κιλότες
που μόλις ξεπουλήθηκαν.

Το κοζάρω ασκαρδαμυχτί και του λέω πως θα το πάρω σπίτι να το
κάνω βιβλιοθήκη. Με σκανάρισε με το βλέμμα του σαν ακτινογραφία και με
συνοφρυωμένα οφρύδια εν τέλει συγκατάνευσε. Του λέω "αφεντικό, φτωχομπινές
είμαι, μη μασάς". Το ζώστηκα ζαλίνγκα και πούλεψα κύριος για το κονάκι
μου, σαν το Βασίλη τον Αυλωνίτη στο " Λατέρνα, φτώχεια και γαρούφαλλo" ενώ το αφεντικό με κοιτούσε αποσβολωμένο, με ένα κομμάτι λουκάνικο
να κρέμεται απ το αχείλι του και το σαλάκι να τρέχει στο πλάι, όπως σίγουρα έχει συμβεί σε κάποιους από εσάς στο παρελθόν με ύπνους και με ρόπια. Τι; Όχι;...
Πάω στοίχημα πως πίστεψε στο πολύ χαλαρό ότι μετά τη δουλειά και τις Κυριακές ψάχνω για σκαντζόχοιρους στα πάρκα για να τους μαγειρέψω ή ότι τρώμε σκύλους και γάτες. Στα παπάρια μου τονε γράφω τον βλακαμά. Κι αυτόν κι όλους τους νεόπλουτους, που ακόμα κορδώνονται σα διάνοι, ανυποψίαστοι για την τσαπού, που έρχεται στην κεφάλα τους σα μετεωρίτης. Ήμασταν κι εμείς νοικοκύρηδοι κάποτες, χερ Φρίτζη μου κι αφήκαμαν τη ζωή μας - να ξες!- στο μουσκιό, σαν τα ροβύθχια...
Με αγάπη, Αγλέορας