Τα κάλαντα του Μένιου
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Πρωτομηνιά, Πρωτοχρονιά σήμερα και το νου σας στα καλικαντζούρια εντός και εκτός τελεβυζιών. Καλή χρονιά, το λοιπόν! Και για να πάει καλά η χρονιά θα σου διαβάσω μια γιορτινή ιστοριούλα από το βιβλίο "Βάρδα, μισοπλέμονοι!" του αυτοεξόριστου στη Μαδαγασκάρη συγγραφέως Στάνλεϊ Αρμόλυσσα, με κεντρικό ήρωα τον συμπαθέστατο Μένιο. Φυγάμαν, το λοιπόν, και προσοχή στους κουραμπιέδες που στάζουν στις φλοκάτες, μαντάμ.
" Ο Μένιος έρευε όλη μέρα στη δουλειά, στο καμίνι του φούρνου του, για να
κονομάει και να τα τρώει με πέντ έξ μαλακισμένες αφρόκοτες στα κωλόμπαρα, μπας και τονε γουστάρει καμία- μιας και ήτανε ομολογουμένως
λιμό μεγάλο, συν φλώρος ολκής και μαμούχαλος-. Το τελευταίο, δε, ήτο λίαν αληθές, ήτοι με το που έτριβε τση μπουτάρες τση καμιά γκόμενα απά στο πανταλόνι του, εκείνος λιγοθύμαε καταής και μέρχι να τονε συνεφέρουν με κουβάδες νερό στη μάπα, τον είχανε ξαφρίσει μέρχι δεκάρα. Και δε γαμούσε κιόλας ο
λακαμάς, πλην όμως του τρώγαν τα φράνγκα οι καρακαηδόνες κι οι παρατρεχάμενοι, αλλά εκείνος πόζαρε
όλος καμάρι στο φακό της φωτογραφικής και έκανε και γαμώ τα λάικ στις
φωτό που τον κάνανε ταγκ τα νιαμού στα ιντερνέ. Α ρε φλοέρα Μένιο...

Και πάγαινε κι η μαλακία σύννεφο να
πούμε τόσο στο σπίτι, όσο και στο φούρνο, στο ζύμωμα του ψωμιού. Είχε αρχίσει να ξεφεύγει νο Μένιος, δικέ μου. Εκεί που όλοι οι πελάτηδοι ήσαντες κατευχαριστημένοι με το ψωμάκι του Μένιου, και "καλέ Μένιο τι ωραίο μπομποτάλευρο που βάνεις στη μπομπότα, μαθές!" ή " ο καλυτερότερος φούρνος στα περίχωρα" και "σαν του κουλούρι του Μένιου πουθενά στη Χαλκιδική να ουμ", αίφνης άρχισαν οι πρώτες γκρίνιες, όταν η κυρά Μένια απέναντι χήρα αγροφυλάκου παραπονέθηκε πως στα ψυχούδια για τα 40 του αντρός της ηύρε τρίχα κατσαρή και σκληρή ωσάν μεσινέζα. Να' σου και ο δασκαλάκος ο κυρ Φώτης να παραπονείται πως το μισόκιλο το σταρένιο μυρίζει απόκοσμα, λίγο και η ζωντοχήρα η περιπτερού πως η γεύση της φέρνει στο νου όταν είχε πάει για σαφάρι στη Γουαδελούπη, με το δώρο που κέρδεψε απ' το CIAO ANT1, αλλά δε θυμάται τι ακριβώς.
Πρωτοχρονιά ήσανε, λούστηκε, ξεμπαμπαλίστηκε απ' τα άλευρα, φόρτωσε τη τζέπα με μετρητό και ροβόλησε στην πιάτσα. Απόψε θα τον έβρεχε, ο κόσμος να χαλάσει. Μπουκάρει στο κωλόμπαρο, δώστου ένα μπουκάλι, άντε κι ένα δεύτερο, δώστου και τρίτο, γκόμενες, κεράσματα, αυτός κέρναγε, αυτές πίνανε και άλλοι τσιμπούκωναν στις τουαλέτες, ώσπου, κατά τα χαράματα πλακώσαν τσέοι, μετά από ανώνυμη κλήση, μπουκάραν ένοπλοι και ηύραν το Μένιο τσίτσιδο μόνο με τη γραβάτα πάνω στη μπάρα να χέζει και να τα πετάει στις τρομοκρατημένες πουτάνες φωνασκώντας " γαμώ τις μάνες σας! Σας γαμάω όλους ρε!! Μουνόπανα!!". Οι τσέοι κατόρθωσαν εν τέλει και τον ακινητοποίησαν με παραλάιζερ, φάγανε και τα σκατά τους για το ονόρε και τονε μπαγλάρωσαν. Από τότε δεν ξαναφάνηκε στην πιάτσα κι ο φούρνος κατήντησε άντρο ζακιπρέ, παρ' όλα αυτά φήμες λένε πως είναι σε ψυχιατρείο και είναι το γκομενάκι του τσιφ. Είδες ρε μόρτη; Κανένας δεν πάει χαμένος..."
Με αγάπη, Αγλέορας