Την ώρα που γαμάν' οι γύφτοι
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Σήμερα θα σου διαβάσω μια πολύ γκαράζ πανκ ιστοριούλα, από το " Έπαινος μαλακίας" της ακτιβίστριας φεμινίστριας συγγραφέως, Φαίης Φαλλίδου. Να μαθαίνουμε και τίποτα. Άντε μπράβο ναούμ..
[...] Ο Βλάσσης απεφάσισε να παρατήσει τη Νανθή και τα δίδυμα
στην ευσπλαγχνία του Θεούλη. Χρωστούσε τα άντερά του σε κάτι γύφτους
τοκογλύφους από τον Αλμυρό, άνεργος ήταν, ακτήμων ευτυχώς, αλλά ο φτοσγύ
του μήνυσε άπαξ και διά παντός πως είτε του πάει τη γυναίκα του στο
τσαντίρι, της σκίζουν τα βάρδουλα κάνα δεκαπενθήμερο και ξοφλάει το
χρέος, είτε παίρνει τα σκάλπ απ'τα δίδυμα. Σε απελπιστική κατάσταση ο
Βλάσσης στέλνει νύχτα χαράματα τη γκυρά και τες ψυχούλες με Ντατσούν
αγροτικό στη μάνα της στο Μουζάκι Καρδίτσης. Χωρίς να δώκει εξήγησες.
Όπως κάμνουν οι παντελονάτοι πάτερ φαμίλιας. Τα γνήσια αρσενικά.

Αφού
ξημέρωσε, στέλνει ραπόρτο του αθίγγανου ή Ρομ- όπως σας κάνει κέφι
ναούμ, γιατί τυγχάνει να με διαβάζουν και ανθρώποι αριστεροί, καίτοι μερικοί απ' την κλειδαρότρυπα ασούμ, αλλά δε γαμείς ψηλά καπέλα- να πάει απ'το
κονάκι να φορτώσει τη γκυρά, γιατί αυτός ως αιστηματίας δε νταγιαντά
τέτχοιες ξεφτίλες. Οκ; Οκ! Στρίβει ένα εξάφυλλο από Λαζαράτι, πίνει
άσπρο πάτο μια μπουκάλα μπόμπα, αποτριχώνεται, καψαλίζεται, βάνει μια
περούκα, μακιγιάρεται, στολίζεται, ντύνεται σωστή μουνάρα ο Βλάσσης,
ήταν και μικρόφαλλος ναούμ και την καθορισμένη ώρα σκάνε οι φτοσγύ να
παραλάβουν το θέμα.

Δεν την είχαν δει ποτέ τη γκυρά, ήταν και κόκκαλα απ'τις πρεζόφουντες, να μην στα πολυλογώ, τρεις μέρες ξεκωλιάζανε το Βλάσση στα τσαντίρια και μόλις την τέταρτη ένας κατάλαβε πως έχει ψωλή, ρίχνει σύρμα στη φυλή, κι ο πατρόν απεφάνθη " τινάχτε του τα πέταλα μέρχις αίμα". Όπερ και εγένετο. Δύο βδομάδες ξέσκισμα και του λένε" πάρε πούλο τώρα μπαλαμέ". Αλλά κεινού του άρεσε, δεν είχε και πού να πάει, οπότε παρακάλεσε να μείνει εκεί στα γύφτικα, να τονε γαμούνε με αντάλλαγμα φαΐ και πρέζα. Τονε λυπήθηκε ο γιος του μπατζανάκη του ξαδέρφου του αρχηγού, που θελε να ρίξει κάνα τσο, πείστηκαν κι οι υποδέλοιποι και επί τω γεγονότι τονε ξαναπήραν μετά δόξης, πανηγυρικά, η ώρα 13:48, εξ ου και η γνωστή λαϊκή ρήση " τη νώρα που γαμάνε οι γύφτοι"..
Με αγάπη, Αγλέορας