
Τσικνοπέμπτη
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Κοίτα να δεις, δικέ μου, που η καθημερινότητά μας διαποτίστηκε με έξτρα σουρεάλ Παΐσειες αμφισημίες, ως απόρροια των φιλελέ χρησμών του μητσοδράκουλα και της ξεκούρδιστης κομπανίας του, λες και δουλεύουνε ο ένας για τον άλλονα ένα πράμα. Θα να' ναι Τσικνοπέμπτη, αλλά θα να' ναι σα να μην είναι. Σα να λέμε φερειπείν Α.Ε Καραϊσκάκης-Διαγόρας Ρόδου, θα γίνει καλό ματς, αλλά θα να' ναι σα να μην έγινε. Τσικνοπέμπτη σήμερον, μαντάμ, και η σκλαβωμένη Ελλάς βρυχάται με κοψίδια στο στόμα, με μουστάρδες ανάμεσα στα δάχτυλα, με υπολείμματα κρέατος ανάμεσα στα δόντια και με έναν βασανιστικό λεκέ πα στο καλσονάκι, κάτι ανάμεσα σε λίγδα και σε μάκα ναούμ, με μια εσάνς ροχάλας. Πρώτη φορά στα χρονικά που Τσικνοπέμπτη και ταβέρνα δεν πάνε μαζί. Κι αυτό γιατί διαφεντεύουν τις τύχες σου οι τριτοτέταρτες φιγούρες του Θεάτρου Σκιώνε, κάτι Μπιρινγκόγκοι, κάτι Αγλαΐες, κάτι Βεληγκέκηδες, ο Οβραίος ο βύζο λα βύζο και πάει κλαίγοντα το γκατήφορο, βλάμη, το Ζούνταπ, καρφί μες στα φραγκόσυκα. Μη γελάς, λακαμά. Εσύ τους ψήφισες. Κι αν όχι εσύ, τότε το alter ego σου.

Και γιατί να περιμένω δηλαδής την Τσικνοπέμπτη για να τσικνίσω, ρε μάνγκα; Αφού το μισό χρόνο ψένω κρέατα και τον άλλο μισό προσπαθώ να τα χωνέψω. Η παράδοση, θα μου πεις. Οι παραδόσεις είναι ένα ακόμα ατού των Book για να παραμυθιάζεται ο κουμαρτζής και να πέφτει σούμπιτος στον κουβά. Κι από πού κι ως πού ρε παρασάνταλα είθισται την Τσικνοπέμπτη και τις Αποκριές να χορεύουμε κετελαπόνγκο κετελαπόνγκο ναούμ; Λες κι εμείς δεν έχουμε καλύτερα μαθές. Χάθηκε ένας ΛεΠα; Ένας Χατζιδάκις; Ένας Κοινούσης;
Χέυ, εσύ, παραδοσιακέ γιαλαντζί δερβισόμανγκα, που γυρνάς μ' ένα κρασοπότηρο από τραπέζι σε τραπέζι και με λίγδα από τζατζίκι στο φρεσκοφρεζαρισμένο σου μούσι, πας και μου εύχεσαι σε όποιον έρχεσαι τετ α τετ και μιλάει ελληνικά " Καλά κούλουμα, καλή Σαρακοστή, να μας έχει καλά ο Θεός", εσύ ρε μόρτη ναούμ αν έχεις βάλει πλώρη για πολιτευτής, αλάργα να περάσω για την τουαλέτα γιατί έχω χλαπακιάσει μια λαδόκολλα πρόβεια παϊδάκια, μπουμπάρι, γαρδούμπα, πατάκες, χωριάτικη, φέτα λαδορίγανη κι έχω πιει και ενάμισο λίτρο κωακώλα κι άν μποθέσωμεν στρουμωχτεί η κοιλούμπα σε τίποτα παλτά και γυναικείες τσάντες ή κάνα κοκόνι που ξώκειλε, θα συνβεί έκρηξις με ωστικό κύμα και δε γλέπω να μας έχει καλά ο Θεός, ούτε να ιδούμε Κούλουμα, ούτε Σαρακοστή, ούτε Πάσχα, ούτε το μουνί που τους πέταε ναούμ. Κάμε παρέκει τώρα να διαβεί ο άρχων. Και πού σαι; Έχεις λίγδα και στα αυτάκια ρε. Πώς τα κατάφερες ρε μπαγάσικο;
Με αγάπη, Αγλέορας