Τσοπαναραίοι

2021-01-03

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,


Η υποτιμητική και ευτελής προσφώνηση "ρε τσοπάνο" αντικατοπτρίζει εμφανέστατα τη βαθυτάτη μαλάκυνση ήθους και τον καρκίνο ψυχής και στοιχειώδους νόησης των εν γένει βλακαμάδων, οι οποίοι, εντούτοις συνιστούν παραδοσιακά πλειοψηφία. Λεγόταν και λέγεται με σκοπό να χαρακτηρισθεί κάποιος ως αμόρφωτος και ταγάρι και πηγάζει απ' τις μεταπολεμικές κλιμακτηρίους και υστερικές μαλακίες της - αιωνίως δαιδαλωδώς διχασμένης- ελληνικής κοινωνίας. Διότι είθιστο εν τω πάλαι οι τσοπαναραίοι να τυγχάνουν παντελώς αγράμματοι, καθότι η κοινωνία επέτασσε " ή παπάς παπάς, ή ζευγάς ζευγάς". Και ούτω πώς πήρε ο καθείς το δρόμο του. Ο τσοπάνος για τη Φύση και οι εκπεσόντες σε δημοσίους υπαλλήλους, το αφετίχ της μεταπολεμικής κυρ Παντελίνας, αμπαλάζ τα σκουτιά σε έναν γίκο, πουλάνε γαίες, πράματα και το μουνί της προγιαγιάς τωνε και τραβάν ντογρού στις πόλεις, οι οποίες ήρχισαν να αυξάνονται πληθυσμιακώς με την έλευση των γιουρούκηδων μεν, χάνοντας έτσι όμως σταδιακά και τον αστικό τους χαραχτήρα, έχοντας μετατραπεί σήμερα σε αξιοθρήνητα κωλοχανεία δίχως διακριτή ταυτότητα και σκοπό ύπαρξης, ναούμ...

Εν αντιθέσει με τον τσοπάνο, ο δημόσιος υπάλληλος ήταν και κολυβογραμματισμένος τουλάχιστον ( ένα τηλέφωνο μια φορά ήξερε να καλάει στο καντράν, μαντάμ) δεν έζεχνε ξυνόγαλο και μυτζήθρα η κωλοτρυπίδα του, ούτε το χνώτο του τραγοβαρβατίλα και ούτε είχε κολλημένους τραχανάδες στα μουστάκια και να σκουπίζεται με το μανίκι, σηκώνοντας ελαφρώς το ζερβό ποδάρι για να κλάσει δίπλα στο τζάκι. Αμ, το άλλο; Ο δημόσιος υπάλληλος έμενε σε πόλη κι όχι σε χωριό. Στον πολιτισμό κι όχι στη βαρβαρότητα. Σε πόλη με περισσότερες διαξόδους για διασκέδαση, για γνωριμίες, καμιά τσαπού εχέμυθον μετ' αγνώστου τινός μυστακιοφόρου του μπυροβολικού στις τουαλέτες της νυχούς φερειπείν.

" Μην είσαι χαζή Μαριγούλα. Έδεσες τη γμάρα με τον άντρα σ' τον δημόσιο υπάλληλο. Τώρα γλέντα μαρή σουρτούκω" θα μπορούσε να είναι μονόλογος μάνας σε κόρη.

Ναι, όχι, ξέρω. Το χασίσι με έχει χαζέψει, το πολύ το όσπριο τζαζεύει και άλλες μαλακίες. Να δουλεύει ο μαλάκας για να πηδιέται η έτσι με τους κονιόρδους στη νυγειά του μαλάκηδα. Και πάντα με διευθυντάδες κι όχι τους βασάλους κι ανθυποβασάλους τους. Όλα κι όλα...

Δεδομένων, λοιπών, ούτω πώς των συνθηκώνε, καμιά γυναίκα δεν ήθελε να παντρευτεί τσοπάνηδες, με αποτέλεσμα - σταδιακά- τα χωριά να ερημώσουν κι οι πόλεις να γιομώσουν με φρίκες, ψέματα, γιαλαντζί ντολμάδες και εγκλήματα. Μέρχι που τα' φερε η Μοίρα και πλέον οι τσοπαναραίοι είναι περιζήτητοι γαμβροί, έχοντας ιντερνέτια, φράνγκα, αμάξια, έχουν βγάλει τουλάχιστον το Λύκειο ή έχουν σπουδάσει και κάτι σχετικό με τη Γη και την Κτηνοτροφία και το κυριώτερο: καρπώνονται την αυτάρκεια που δύναται να σου παρέχει η Φύση, όταν ζεις σύμφωνα και κοντά με το Αγαθό. Την ίδια ώρα, κάπου στο κέντρο των Αθηνών, ένας μεσήλιξ συμβολαιογράφος αυτοκτονεί πέφτοντας απ' τον έκτο, επειδή έμαθε πως η γυναίκα του γαμήθηκε με κάτι Κινέζους επιχειρηματίες για να κονομήσει τρία κατοστάρικα, να πληρώσουν τη δόση του δανείου, γιατί την επομένη έσκαγε έξωση. Τα παπάρια μου στον ώμο παραμάσχαλα και καλή χρονιά κοκόνια μου...


Με αγάπη, Αγλέορας 

Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε