Βου-κωλικόν
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Ώρες ώρες μου σκάνε κάτι ενσταντανέ συνοδευμένα από σκέψεις και προβληματισμούς, του στυλ " τι στο διάτανο δύναται να σκέπτεται μία γραυς προβατίνα, δεμένη στας εξοχάς σε στυλιάρι, που' χει καραφλιάσει όλη τη χλωρίδα σε περίμετρο πέντε μέτρων, όταν εκεί που ματσαλάει χλόη αμέριμνα κοζάρει σε πρώτο πλάνο έναν μεσήλικα άντρα κοιλαρά μυστακιοφόρο του μπυροβολικού να τρέχει απεγνωσμένα από παρακείμενα φυλίκια και- δίχως καν να κοιτάξει ζερβά δεξά- έστω εθιμοτυπικά για το ξεκάρφωμα να κατεβάζει άπαξ τις πανταλόνες του, να λυγίζει τους πόδας του και να επιδίδεται σε ένα λυτρωτικό σιμοχέ, άνευ προηγουμένου, κανονικό τσιρλιπιπί με τους αναμενόμενους συνοδευτικούς ήχους, μια ολέθρια κατολίσθηση, αφήνοντας ασφαλώς να διαχυθούν στην ατμόσφαιρα κάτι βαθύσουρτα " αααχχχ...βαχχχχ", κάτι " ουνασουγαμησωγιασυκααα" ή " στοδιοοολτημμααανααααα";

Σε δεύτερο πλάνο, όπισθεν της πρωταγωνιστικής σκηνής, πέριξ των δέκα μέτρων, μια συκιά γαλανή σχεδόν αποδεκατισμένη από σύκα, στέκει αγέρωχη σε πείσμα των καιρών. Αύγουστο μήνα, στας ελληνικάς μνημονιακάς εξοχάς στις μέρες του ξεκωλιάρη του κορονοϊού...
Με αγάπη, Αγλέορας